Η ψήφιση του νόμου για την εργασία από τη Βουλή την Τετάρτη το βράδυ, ανάδειξε ένα μείζον πολιτικό θέμα με μεγάλες και προφανείς προεκτάσεις σε κοινωνικό επίπεδο. Η προστασία και ενίσχυση της εργασίας, θεωρείται ένας από τους πυλώνες της κοινωνικής συνοχής και βρίσκεται στον πυρήνα κάθε πολιτικής για την ανάπτυξη και την ευημερία των κοινωνιών. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι σίγουρο πια τι εννοούμε όλοι όταν μιλάμε για την εργασία, δεν μιλάμε πάντα για το ίδιο αντικείμενο.
Η επόμενη μέρα με τον νέο νόμο, έρχεται και δημιουργεί στην ουσία ένα νέο τοπίο. Νέο πάνω σε μία διαρκή ρευστότητα τα τελευταία 20 χρόνια, νέο πάνω στο νέο, αλλαγές πάνω στις αλλαγές που συγκροτήθηκαν και μέσα από τα πανίσχυρα μνημόνια που υπέγραψε η χώρα μας με τους θεσμούς και την ΕΕ ώστε να επιβιώσει δημοσιοοικονομικά.
Σε αυτό το νέο τοπίο των δικών μας ημερών, διακρίνονται ήδη δύο πολιτικοί κόσμοι. Ο ένας είναι αυτός της κυβέρνησης, η οποία μόνη της κοινοβουλευτικά, συγκρότησε ένα πλαίσιο διευθέτησης του εργασιακού χώρου και χρόνου, ένα είδος οδικού χάρτη για το μέλλον που έρχεται θεωρητικά να οριοθετήσει τις μεγάλες αλλαγές που επιβλήθηκαν κυρίως μετά το 2012.
Ο άλλος κόσμος είναι αυτός της αντιπολίτευσης, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των άλλων τριών κομμάτων της «αριστερής» θα τη λέγαμε πλευράς, που εντοπίζει στο νέο νόμο όχι μία προσπάθεια διακοπής της πορείας αυθαιρεσίας και εξαγρίωσης που έχει οδηγηθεί η εργασία στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα μία ενθάρρυνση αυτής της πορείας, μία κανονικοποίηση της «ζούγκλας» που βιώνουν ήδη πολλοί εργαζόμενοι.
Μέσα σε μία τόσο οριακή κατάσταση, στην οποία το πολιτικό σύστημα μοιάζει διχασμένο, είναι δύσκολο να διαβλέψεις και την πορεία των πραγμάτων. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορείς να μη βλέπεις το δυσοίωνο της κατάστασης. Κι αυτό γιατί έτσι δείχνει η εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας.
Μετά το 2012, εμποδίζονται στην πράξη οι συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες πλέον εξαφανίζονται και τη θέση τους παίρνει μόνο η ατομική συμφωνία εργαζόμενου- εργοδότη. Επίσης, οι μισθοί που έχουν καθηλωθεί κάπου γύρω από τον βασικό μισθό την τελευταία δεκαετία, αποκτούν πλέον πολύ πιο ρευστά όρια, αν συσχετισθούν και με τον εργάσιμο χρόνο. Η βασική συμφωνία άνω του ενός αιώνα, το «κοινωνικό συμβόλαιο» της σχέσης μισθού- οχταώρου- ευημερίας, μοιάζει να εγκαταλείπεται για πάντα.
Πάνω σε αυτή τη βάση, πόσο εύκολο είναι άραγε να λειτουργήσει μία διευθέτηση που να ευνοεί τον εργαζόμενο προοπτικά; Κι ακόμα χειρότερα: Γιατί γίνεται πιστευτό, ότι ένας εργαζόμενος χωρίς ικανοποιητικό μισθό και ελεύθερο χρόνο, θα είναι και παραγωγικός. Μήπως είμαστε μπροστά σε ένα ιστορικό πλήγμα στην παραγωγική ανάπτυξη με τους εθνικούς και κοινωνικούς όρους που γνωρίζαμε ως σήμερα και την αντικατάστασή της από ένα διεθνές πρότυπο φτηνής και ευάλωτης εργασίας; Αυτό θέλουμε για την Ελλάδα;
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ