Η επιβολή του δόγματος «νόμος και τάξη» δεν μπορεί να λειτουργήσει θετικά σε καιρούς κρίσης, με τη φτώχεια και την δυσαρέσκεια να κυριαρχούν σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, μόνο κατασταλτικά θα μπορούσε να λειτουργήσει με αμφίβολα αποτελέσματα όμως. Από το Παρίσι ως τη Χιλή, φάνηκε το τελευταίο διάστημα, ότι αν η πολιτική δεν έχει κάτι άλλο να πει, η καταστολή δεν αρκεί για να μειώσει τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Η ισχυρή πολιτική καταστολής, θα μπορούσε να έχει κάποιο λόγο να μπει ψηλά σε μία πολιτική ατζέντα αν υπήρχε ευημερία και γενικευμένο αίσθημα ασφάλειας. Αν οι περισσότεροι σε μία κοινωνία, νιώθουν ότι δεν τους αφορά το έγκλημα, ότι δεν επηρεάζει άμεσα τη ζωή τους, τότε συναινούν ίσως σε αυστηρές πολιτικές αντιμετώπισης της παραβατικότητας, ειδικά στο μεγάλο έγκλημα.
Στην περίπτωση όμως μίας γενικευμένης κατάστασης φτώχειας, αδυναμίας, ανασφάλειας, η έντονη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών σε όλο το εύρος της παραβατικότητας, κάνει τον πολίτη να νιώθει αδύναμο και στριμωγμένο. Ο πολίτης πρέπει να νιώθει ότι το κράτος είναι μαζί του, ότι μπορεί και ο ίδιος να συμβάλλει σε λύσεις που να αυξάνουν το αίσθημα ασφάλειας και συναίνεσης στην κοινότητα. Να μην νιώθει πιεσμένος από παντού. Γι’ αυτό και αντιδρά ενίοτε όταν πάνε του επιβάλλουν μια πολιτική από πάνω, χωρίς διάλογο, όπως έχουμε δει να γίνεται ας πούμε στην επιβολή δημιουργίας ΧΥΤΑ. Ακόμα κι αν έχει άδικο ένας πολίτης, πρέπει να νιώθει ότι είναι μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος.