Του δημάρχου Ιωαννίνων, Μ. Ελισάφ
Με την ευκαιρία της προβολής της ταινίας της Μαργκαρέτε Φον Τρόττα μου ζητήθηκε να πω δυο λόγια για την ταινία μα περισσότερο για τα σχετικά με τη δίκη του Άντολφ Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ το 1961. Να σημειωθεί ότι ο Άιχμαν κορυφαίος αξιωματούχος του Γ’ Ραϊχ και υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό για τη Shoa, την ολοκληρωτική καταστροφή των Εβραίων της Ευρώπης, διέφυγε με τη λήξη του πολέμου στην Αργεντινή, όπου συνελήφθη από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες και μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ για να δικαστεί.
Μια μοναδική δίκη με παγκόσμιο ενδιαφέρον όπου για πρώτη φορά ο θύτης βρίσκεται αντιμέτωπος με τα θύματα του. Η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ Γερμανοεβραία μαθήτρια και όχι μόνο του μεγάλου φιλοσόφου αλλά και συνοδοιπόρου του ναζισμού Μάρτιν Χάιντεγκερ, η οποία ήδη είχε δημοσιεύσει κορυφαία έργα-να ξεχωρίσω το ανεπανάληπτο βιβλίο της για τον Ολοκληρωτισμό που θεωρείται πια ένα κλασικό βιβλίο κομβικής σημασίας για τον ολοκληρωτισμό, παρακολουθεί τη συγκεκριμένη δίκη ως δημοσιογράφος και στέλνει τις ανταποκρίσεις της στην εφημερίδα στην οποία εργάζεται. Ουσιαστικά όμως παρακολούθησε ένα μόνο μήνα αυτής της πολύκροτης δίκης (Απρίλιος –Ιούνιος) ενώ η δίκη κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο. Όμως αυτός ο βραχύς χρόνος στάθηκε για την ίδια ικανός ώστε να δημοσιεύσει τις εντυπώσεις της δυο χρόνια αργότερα. Το βιβλίο της ‘’Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ’’ ένα βαθυστόχαστο δοκίμιο για τις σχέσεις πολιτικής και ελευθερίας, σχέσεις που παραμένουν εσαεί επίκαιρες, το οποίο συνεχίζει 50 χρόνια μετά να πυροδοτεί αντιδράσεις σαν και αυτές που φαίνονται στην ταινία.
Οι αντιδράσεις επικεντρώνονται σε δύο αμφιλεγόμενες θεωρήσεις της Άρεντ: α) η κεντρική ιδέα της για την κοινοτοπία του κακού και β) η άποψη της για το ρόλο των εβραϊκών συμβουλίων στην κατεχόμενη Ευρώπη. Και όσον αφορά την πρώτη θεώρηση:
Στις 11 Απριλίου 1961 και ενώ η ισραηλινή και παγκόσμια κοινή γνώμη ίσως περίμενε να δει ένα τέρας, πέρασε την είσοδο του ισραηλινού δικαστηρίου ο Άντολφ Άιχμαν, ένα χλωμό ανθρωπάκι με φαλακρό κρανίο, χοντρά γυαλιά, σχεδόν μια καρικατούρα αμήχανου γραφειοκράτη. Η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ συγκλονίζεται από την εικόνα του κατηγορούμενου. Εικόνα ενός συνηθισμένου υπαλληλίσκου, ενός χαρτογιακά με διογκωμένους τους φακέλους που κρατά στα χέρια.
Ενός συνηθισμένου τάχα ανθρώπου.
Και κάνει παράξενους συνειρμούς που όταν κυκλοφορούν, μετά το τέλος της δίκης σε βιβλίο μαζί με τα ευμενή σχόλια ξεσήκωσε και θύελλα αντιδράσεων. Και ο λόγος ήταν ότι η φιλόσοφος είδε τον Αϊχμαν ως μέρος ενός πολύ ευρύτερου όλου διαποτισμένου από την κοινοτοπία του κακού. Μέσα από αυτή την οπτική ο Αϊχμαν δεν ήταν παρά ένα ανθρωπάκι που κάνει το κακό επειδή δεν παίρνει είδηση τι ακριβώς συμβαίνει.
Πρόκειται λοιπόν για ένα υπαλληλίσκο που καταρχήν εκλαμβάνει τα μέσα (προϊόν διαταγής ανωτέρων) ως σκοπό, χωρίς, ως υπάκουος υπαλληλίσκος, να διερωτάται το γιατί πρέπει να γίνει αυτό που του ζητούν να εκτελέσει. Άρα πράττει κατά τη φιλόσοφο χωρίς να ξέρει ή και να θέλει να μάθει γιατί το πράττει. Και άρα αισθάνεται ότι δεν είναι κακός. Απλώς ήταν αδιάφορος.
Με άλλα λόγια η κεντρική ιδέα της Χάνα Άρεντ για την κοινοτοπία του κακού στηρίζεται στην άποψη ότι δεν υπάρχει το ριζικό κακό, όπως το περιέγραψε ο Καντ, αλλά το κακό είναι κοινότοπο και για αυτό και περισσότερο επικίνδυνο. Σύμφωνα με την Άρεντ ο ολοκληρωτισμός εισάγει στην ιστορία ένα νέο είδος πολιτικού κακού που οι παραδοσιακές ηθικές και θεολογικές κατηγορίες αδυνατούν να εξηγήσουν. Ο Άιχμαν δεν είναι ένας διεστραμμένος εγκληματίας που μισεί, δεν έχει ιδεολογία, δεν σαγηνεύεται από το κακό, δεν είναι διεστραμμένος κάνει απλά καλά τη δουλειά του, εκτελεί το υπηρεσιακό του καθήκον, είναι ένας σχολαστικός, ευσυνείδητος γραφειοκράτης.
Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση το τερατώδες κακό δεν είναι έργο λίγων διεστραμμένων τεράτων είναι έργο κανονικών ανθρώπων και έτσι το κοινότυπο κακό είναι τρομακτικό και ασύλληπτο ακριβώς για αυτό το λόγο.
Το μεγαλύτερο συνεπώς έγκλημα της ανθρώπινης ιστορίας διαπράχθηκε από ανθρώπους σαν τον Άιχμαν, τον ανώτατο σταθμάρχη του Ολοκαυτώματος. Λίγο ακόμη και να πούμε: δεν ήταν κακοί, ήταν αδιάφοροι. Και κατά τη φιλόσοφο πρέπει να τους ξυπνήσουμε.
Τι είναι όμως αυτό που μετατρέπει φυσιολογικούς ανθρώπους σε δολοφόνους εκατομμυρίων αθώων; Η φιλόσοφος βλέπει ως αιτία το ότι στην κοινωνία γενικότερα επικρατεί ένας τρόπος σκέψης που επωάζει την κοινοτοπία του κακού: Και ειδικότερα τα μέσα, ανεξάρτητα από τους σκοπούς που καλούνται να υπηρετήσουν, συχνά θεοποιούνται και καταλήγουν οι σκοποί να υπηρετούν τα μέσα και η τεχνογνωσία να υπηρετεί τη σκέψη. Πρόκειται για μια αντιστροφή που την ευνοεί ο καταμερισμός, όπου ανθεί η αδιαφορία και ο άνθρωπος θεωρείται γρανάζι μιας μεγα-μηχανής, η οποία και πιστώνεται με όλη την ευθύνη.
Ο Άιχμαν σε ερώτηση δικαστή αν πίστευε ότι για να σώσει τους Γερμανούς έπρεπε να εξοντώσει τους Εβραίους απάντησε:
‘’Κύριε λοχαγέ, δεν μας πέρασε ποτέ από το μυαλό κάτι τέτοιο, ειλικρινά. Μας έδωσαν κάποιες διαταγές και τις διαταγές αυτές τις εκτελέσαμε, όταν λαμβάνω μια διαταγή δεν χρειάζεται να την ερμηνεύσω και, όταν δίνω μια διαταγή, απαγορεύεται να τη δικαιολογήσω. Λαμβάνω μια διαταγή και υπακούω’’.
Το κρίσιμο ωστόσο ερώτημα που τίθεται είναι: Ναι πράγματι η έννοια του κοινότοπου κακού είναι κατά την άποψη μου μια συγκλονιστική θεώρηση που μπορεί να εξηγήσει τη μαζικότητα των ναζιστικών εγκλημάτων και όχι μόνο και τη συμμετοχή της κοινωνίας σε αυτά. Ωστόσο, και εδώ ίσως βρίσκεται και το σφάλμα της Χάνα Άρεντ. Ο Άιχμαν δεν ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος των ναζιστικών εγκληματιών, όπως πια οι ιστορικές έρευνες έχουν καταδείξει αλλά και η ίδια η δίκη έδειξε. Έτσι και η ίδια δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει πως ο ίδιος προσπάθησε να υπερασπίσει τον εαυτό του, πως απαντούσε στον εισαγγελέα κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Άιχμαν είχε ολόψυχα, απόλυτα και φανερά προσχωρήσει στη ναζιστική ιδεολογία και στον λυτρωτικό της αντισημιτισμό.
Όλες οι τοποθετήσεις στο δικαστήριο εντάσσονταν στο ασφυκτικό πλαίσιο ενός που έπαιζε το κεφάλι του. Έπαιζε με τις κοινοτοπίες και κατασκεύαζε ένα ορίζοντα κάποιων αόριστων προσδοκιών. Ίσως εδώ μπορούμε να σκεφτούμε ότι και η φιλόσοφος έβλεπε στον Άιχμαν, ότι εκείνος, ως δαιμόνιος σκηνοθέτης της κοινοτοπίας του, άφηνε να βλέπεται. Άλλωστε μέσα στην κοινοτοπία του κακού μπορεί να υπάγεται και η άποψη ότι όταν φταίει το σύστημα τότε κανείς δεν φταίει ή και το ακόμη χειρότερο όταν αποδεχτούμε ότι όλοι φταίνε τότε όλοι είναι αθώοι. Ευτυχώς όμως αυτό δεν ισχύει. Οι αρχάγγελοι του απόλυτου κακού, αιμοδιψείς και βάρβαροι, τέρατα πρωτόγνωρα διατηρούν ακέραια την προσωπική τους ευθύνη. Σε κάθε διαφορετική εκτίμηση ο άνθρωπος επιστρέφει στη ζούγκλα.
Του Μωυσή Ελισάφ*
* Ο Μωυσής Ελισάφ είναι Δήμαρχος των Ιωαννίνων