Άρθρο του Μωυσή Ελισάφ
Πρώτα να ευχαριστήσω θερμά- θερμότατα τον κ. Τσακαλώτο που εμπιστεύτηκε και σ΄εμένα την παρουσίαση του νέου του βιβλίου, αν και ο ίδιος διακονώ τις λεγόμενες θετικές επιστήμες, γεγονός που εξ ορισμού με καθιστά μειωμένης αρμοδιότητας παρουσιαστή.
Από τη άλλη πλευρά είμαι πολίτης και μάλιστα πολίτης που συμμετέχω στη διαχείριση των κοινών. Συνεπώς, παρά τις όποιες επιφυλάξεις περί αρμοδιότητας, χαίρομαι που μου δίνεται η δυνατότητα να καταθέσω την άποψή μου για ένα πολιτικό κείμενο.
Θα μου επιτρέψετε όμως να ξεκινήσω αρχικά με τρεις διευκρινίσεις, που τις θεωρώ θεμελιώδεις για κάθε συζήτηση:
Η πρώτη:
Η αλήθεια, η «αληθινή αλήθεια», αν μου επιτρέπεται ο πλεονασμός, είναι μονοπώλιο των ειδικών ή μήπως, αντίθετα, συνήθως είναι μοιρασμένη σε πολλές γνώμες; Αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο θεμελιωμένη. Η απάντηση νομίζω ότι μας έρχεται από την ελληνική αρχαιότητα όταν οι Αθηναίοι του 5ου π.Χ. αι. αντικατέστησαν τους κληρονομικούς άρχοντες με άρχοντες που προέκυπταν από κλήρωση και όχι από εκλογή. Και εξουσιοδότησαν τους πολλούς να αποφασίζουν για το ποια είναι η αλήθεια και όχι τον ένα ή και τους ειδικούς. Και ταυτόχρονα ανέθεσαν στους πολλούς να αναλαμβάνουν και το βάρος της ευθύνης για τη συνύπαρξή τους.
Η δεύτερη που είναι συνέπεια της πρώτης:
Ιδιαίτερα η αλήθεια για τα προβλήματα της συνύπαρξης ασφαλώς και δεν είναι προνόμιο των λίγων ή και των ειδικών. Είναι δικαίωμα ή καλύτερα χρέος όλων των πολιτών. Στο βαθμό που αναλαμβάνεται το χρέος από τους πολίτες προκύπτει και λειτουργεί η δημοκρατία, ως η τέχνη της διαχείρισης των αντιθέσεων. Και λέω των αντιθέσεων γιατί πράγματι η πολιτική στη δημοκρατία καλείται να διαχειριστεί τις αντιθέσεις που τέμνουν οριζόντια και κάθετα την κοινωνία, να περιορίσει το χάσμα που υφίσταται μεταξύ εξουσίας και υπεξουσίας, να σμικρύνει αφεύκτως την ανισότητα αν όχι προς την κατεύθυνση μιας ισότητας, τουλάχιστον προς την κατεύθυνση μιας δίκαιης ανισότητας, όπως υποστηρίζουν πολλοί άλλοι, και τέλος να αναζητήσει την ισορροπία εκείνη που θα καταστήσει τη συνύπαρξη στο μεγαλύτερο βαθμό αρμονική.
Και η τρίτη, επίσης συνέπεια των δύο άλλων:
Η δημοκρατία, στην οποία καταφάσκουμε όλοι, όχι μόνον δεν αποκρούει τη διαφορά και τη σύγκρουση, αλλά αντίθετα είναι το πολίτευμα που τρέφεται από τη διαφορά, αφού άλλωστε προστατεύει ακόμη και όσους τη λιθοβολούν και ασθενεί βαρύτατα σε καθεστώς βίαιης ομοφωνίας. Και είναι η μόνη που θεσμοθέτησε το διάλογο όπου κυριαρχεί ο λόγος αλλά και η πυγμή του επιχειρήματος και όχι το επιχείρημα της πυγμής, αρχές που ο συγγραφέας στο κόκκινο σακίδιό του τις σέβεται, απολύτως, όπως και όλοι μας άλλωστε.
Και τώρα στο διά ταύτα:
Με το νέο βιβλίο του ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πέραν του ότι μορφολογικά και μεθοδολογικά υιοθετεί μια ζωντανή σχέση με την επικαιρότητα που καθιστά το βιβλίο συναρπαστικό, με τις θέσεις του και μόνο θέτει ένα πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς ή όχι, το ότι τίθεται το πρόβλημα οδηγεί στη σοφή ελληνική λέξη την απορία = α (στερητικό) + πόρος, δηλαδή, στην έλλειψη πόρου= περάσματος σε μία απάντηση. Που σημαίνει ότι προκαλεί μια ερώτηση που ο αναγνώστης με δική του ευθύνη πλέον θα αναζητήσει μια απάντηση. Και αυτό αποτελεί την αφετηρία της πολιτικής σκέψης που είναι και το θεμέλιο της δημοκρατίας.
Από την άποψη αυτή ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με το νέο του βιβλίο, καταθέτει μια άποψη, δηλαδή το ένα μέρος μιας απάντησης, ή ακόμη το ένα μέρος ενός ουσιαστικού διαλόγου που όμως αποτελεί και το θεμέλιο της δημοκρατίας. Άλλωστε πεποιθήσεις υπάρχουν πολλές και ευτυχώς, αν όμως δεν ήταν σταθερή και από όλους η σταθερή αξίωση για την αναζήτηση της μιάς και μοναδικής αλήθειας, τότε ο διάλογος θα καθίστατο περιττός. Είναι όμως η μοναδική δίοδος και όχι μόνο προς την οδό της δυσεπίτευκτης αλήθειας, αλλά και την προσέγγιση του δικαίου αλλά και του εφικτού. Που σημαίνει ότι χωρίς έναν «ειλικρινή και ελεύθερο διάλογο», όπως σημειώνει κάπου ο συγγραφέας στο τέλος αφήνουμε να αποφασίζει για τα προβλήματα της συνύπαρξής μας, η πραγματικότητα, αλλά χωρίς εμάς.
Και ειδικότερα:
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ήδη ο ίδιος δηλώνει με παρρησία ότι αγωνίζεται «ενάντια στην «εγκυρότητα» της μίας και μοναδικής άποψης, του ενός δρόμου, της μίας προοπτικής». Κι ακόμη συνάσσεται με την εξωστρέφεια. Θέλει «να συμπλέξουμε το εθνικό με το οικουμενικό, το προσωπικό με το κοινωνικό και το συλλογικό, την κομματική με την εξωκομματική αλληλεγγύη. Προγραμματισμός, λοιπόν, ατομική και συλλογική εγρήγορση, κουλτούρα της δημόσιας σφαίρας, διάλογος και ανταλλαγή απόψεων». Και αλλού: «Ο ειλικρινής και ελεύθερος διάλογος είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, τόσο σε περιόδους «κανονικότητας» όσο, ακόμη περισσότερο, σε περιόδους κρίσης. Διότι ο διάλογος είναι απαραίτητος για να βρούμε τις καλύτερες λύσεις και χάρη στον πλούσιο διάλογο μπορούν να αποτραπούν λάθη που θα κοστίσουν περισσότερο στο κοινωνικό σύνολο». Ποιος θα διαφωνούσε με αυτό; Εγώ δε θα πρόσθετα να ο πυρήνας της δημοκρατίας και ταυτόχρονα η μεγάλη της αρετή.
Και κάτι ακόμη που με εντυπωσίασε: «Η επαφή μου με τα ορθόδοξα οικονομικά αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμο τα χρόνια που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και την ελληνική κρίση χρέους». «Ως Υπουργός οικονομικών… κατανοούσα τον θεωρητικό και τεχνικό μηχανισμό που βρίσκονταν πίσω από τα επιχειρήματα των αντιπάλων μας». Ο ίδιος άλλωστε σημειώνει αλλού πως «η οικονομία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στους οικονομολόγους, έτσι νομίζω και ότι η υγεία γενικότερα, και αυτή η υγειονομική κρίση ιδιαίτερα, δεν είναι μόνο θέμα επιδημιολόγων ή λοιμωξιολόγων».
Ποιος, πράγματι θα διαφωνούσε σ΄αυτό, χωρίς ταυτόχρονα να μη διαφωνεί και με τον πυρήνα της δημοκρατίας. Ακόμη και ο Hayek ένας από τους πλέον διάσημους υποστηρικτές της ελεύθερης οικονομίας υποστήριξε ότι «κανένας οικονομολόγος, που είναι μόνο οικονομολόγος δεν μπορεί να είναι μεγάλος οικονομολόγος»
Ας επιστρέψουμε στην κομβική φράση του συγγραφέα «η επαφή μου με τα ορθόδοξα οικονομικά αποδείχτηκε εξαιρετικά χρήσιμη τα χρόνια που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 και την ελληνική κρίση χρέους». Η θέση αυτή, κατά την εκτίμησή μου, σημαίνει απλά πως αυτό με το οποίο δεν συμφωνείς πρώτα οφείλεις να το κατανοήσεις στις πραγματικές του διαστάσεις. Ποτέ δεν λύνεις έναν κόμπο, έλεγε ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αν πρώτα δεν μάθεις ότι υπάρχει. Τα ορθόδοξα οικονομικά συνεπώς πρώτα τα κατανοείς και μετά επιχειρείς την όποια βελτίωσή τους.
Το ίδιο ισχύει με κάθε διαφορά. Πρώτα να κατανοούμε το διαφορετικό στις διαστάσεις του. Που σημαίνει να βλέπουμε ό,τι βλέπουμε και να ακούμε ό,τι ακούμε. Και αμέσως ύστερα να ψάχνουμε για την όσμωση των διαφορών στη βάση της αρχής ότι η συναίνεση είναι μεν μια επίπονη και ασθενής αρετή, είναι όμως μια αρετή των γενναίων. Και είναι η βάση, αλλά και το ανώτατο επίπεδο του πολιτισμού μας.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε και η αναφορά του συγγραφέα στον μεγάλο στοχαστή της αριστεράς τον Γκράμσι όταν λέει ότι «όποιος δεν έχει σοβαρά λάβει υπόψη του κάποια στιγμή την οπτική του Γκράμσι, θα έχει πάντα ένα σοβαρό θεωρητικό και πολιτικό έλλειμμα». Και γιατί ιδιαίτερη εντύπωση; Γιατί με την αναφορά αυτή έμμεσα νομίζω ότι υποδεικνύεται η ανάγκη συνεχούς διεύρυνσης της πολιτικής σκέψης. Να συμπεριλαμβάνει και την ομοιότητα, αλλά και τη διαφορετικότητα. Η οποία, μάλιστα, είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει σε σύνθεση και μάλιστα αρμονική. «Εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν» (Από τις διαφορές (γεννιέται) η πιο ωραία αρμονία), έλεγε ο Ηράκλειτος.
Η δεκαετία του 1970, παρατηρεί κάπου ο συγγραφέας «είχε σημάνει το τέλος της «χρυσής εποχής» του καπιταλισμού» – χρυσής ή μήπως επίχρυσης διερωτώμαι εγώ- κατά την οποία οι χώρες του ΟΟΣΑ τουλάχιστον «είχαν βιώσει μια παρατεταμένη περίοδο με πλήρη απασχόληση, υψηλή ανάπτυξη, μειωμένα επίπεδα ανισοτήτων, ισχυρά συνδικάτα, κράτος πρόνοιας και διανεμητικές οικονομικές πολιτικές».
Όμως, μπορούμε να διερωτηθούμε, εκ των υστέρων έστω, η «χρυσή» αυτή εποχή, όπως αποδείχτηκε, ενώ δεν είχε ενσωματωμένη στο σύστημα και τη βιωσιμότητά της και τη διάρκεια, επώαζε αλλαγές στην ίδια τη συμπεριφορά μας. Επέφερε κοινωνικές αλλοιώσεις, γέννησε απληστία, αφυδάτωσε το πολιτικό σύστημα , κατασκεύασε καρπωτές παράνομων και νομιμοφανών προσόδων, σώρευσε επιρροή σε παραθεσμικά κέντρα εξουσίας.
Μεταξύ άλλων αυτά είναι που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε.
Μη λησμονούμε ότι στη δημοκρατία είμαστε εμείς όλοι που αλλάζουμε τον κόσμο, ταυτόχρονα όμως είμαστε οι ίδιοι που στη συνέχεια καλούμαστε να προσαρμοστούμε στις αλλαγές. Κατά τον Paul Ricoeur, μάλιστα, «στην ατομική συνείδηση παίζεται η μοίρα της κοινωνίας». Όπως από τον 19ο αι. διεμήνυε ο John Stuart Mill, η δημοκρατία καλείται να εξισορροπήσει την υπεξούσια κοινωνία με την εξουσία της, ήτοι τη μέγιστη δυνατή ελευθερία δράσης των ατόμων με «μια κοινή ιδιοκτησία των φυσικών πόρων της γης και μια συμμετοχή σε όλα τα οφέλη της κοινής εργασίας». Και το σημαντικότερο ο ίδιος αλλού προσέθετε: «Δεν είναι εφικτές μεγάλες αλλαγές στο ανθρώπινο γένος μέχρι να λάβει χώρα μια μεγάλη αλλαγή στη θεμελιώδη δομή του τρόπου σκέψης του».
Και να κλείνουμε: Το πρόβλημα της δημοκρατίας που όλοι μας υπερασπιζόμαστε είναι πανάρχαιο: Ο κύριος στόχος της ήταν να συνδέσει την ατομική ελευθερία με την προάσπιση του κοινού καλού ή αλλιώς του δημόσιου συμφέροντος. Και ειδικότερα να συνδέσει το κεφάλαιο με την εργασία, την παραγωγή με τις κοινωνικές αναγκαιότητες, ώστε να είναι οι φυσικές ανάγκες που θα καθορίζουν την παραγωγή και όχι η ανεξέλεγκτη παραγωγή να καθορίζει τις ανάγκες. Και γενικότερα να συνδέσει το λαό που α σ κ ε ί την εξουσία με το λαό που την υ φ ί σ τ α τ α ι. Μόνον μέσα απ΄ αυτόν τον στενό διάδρομο μπορεί να δώσει η δημοκρατία μέλλον στον εαυτό της.
Στον δύσκολο και στενό αυτό διάδρομο η δημοκρατία τρέφεται από την πολυφωνία και τον διάλογο, αρκεί τα δίπολα ή τρίπολα κ.λπ των αντιθέσεων να μην έχουν ως μοναδικό στόχο να τερματίζουν μέχρι την κ α τ ά θ ε σ η της αντίθεσης, αλλά κυρίως να προχωρούν προς τη διερεύνηση διαμέσου της πυγμής του επιχειρήματος και όχι του επιχειρήματος της πυγμής και προς τη σ ύ ν θ ε σ η των διπόλων. Σ΄αυτή ακριβώς τη σύνθεση είναι που οξυγονώνεται η δημοκρατία.
Προς την ίδια κατεύθυνση συμβάλλουν ή μπορούν να συμβάλλουν και τα άτομα. Ο Πλάτων που δεν φημίζεται για τις δημοκρατικές του προτιμήσεις λέει κάπου: «Όποιος θέλει να είναι μεγάλος άνδρας δεν πρέπει ν’ αγαπά ούτε τον εαυτό του ούτε τα του εαυτού του, αλλά τα δίκαια, είτε έτυχε να τα πράξει αυτός είτε άλλος». Αλλά και ο Jean- Jacques Rousseau πηγαίνει θα έλεγα ένα βήμα ακόμη πιο μπροστά όταν ήδη από τον 17ο αι διεμήνυε: «Οι άνθρωποι θα έπρεπε να ήσαν προ των νόμων ό, τι πρόκειται να γίνουν μέσω των νόμων». Δημοκρατία, συνεπώς χωρίς το σεβασμό των ατομικών ελευθεριών, είναι προφανές πως δεν μπορεί να νοηθεί. Όμως το ίδιο προφανές είναι πως και οι ατομικές ελευθερίες χωρίς το σεβασμό του κοινού καλού δεν μπορεί να δικαιωθούν.
Ο διάδρομος όμως αυτός τον οποίο καλείται να διανύσει η δημοκρατία δεν είναι ευρύχωρος. Και δεν διανύεται με σωτήρες ή και μονομάχους. Προαπαιτεί τη συμβολή όλων μας και μάλιστα προς την κατεύθυνση που προαναγγέλλει ο Rousseau ήτοι οι πολίτες να τείνουν να γίνουν αυτό που «πρόκειται να γίνουν μέσω των νόμων», των νόμων, άλλωστε, που θα θεσπίσουν οι ίδιοι.
Άλλωστε μη λησμονούμε ότι στο βαθμό που η δημοκρατία δεν επιτυγχάνει και άρα αφήνει ένα κενό, έρχονται οι πάσης φύσεως ολοκληρωτισμοί και τον καλύπτουν. Πρόκειται για ένα δίδαγμα που δεν πρέπει να απουσιάζει και από τη σύγχρονη πολιτική σκέψη. Και είναι περισσότερο αναγκαία σήμερα η εμπειρία αυτή που ήδη έμπρακτα μάθαμε ότι όσο η δημοκρατία υποχωρεί από τη βασική της υποχρέωση που είναι η προστασία του κοινού καλού με την ευθύνη των ίδιων των πολιτών, τόσο και αναπόφευκτα διευρύνεται ο χώρος στη δημαγωγία, η οποία, αντί των χρήσιμων υπόσχεται τα αρεστά, ώστε να τα αξιοποιήσει ως εφαλτήριο για την κατάληψη της εξουσίας.
Είναι προφανές πως η δημοκρατία έχει δρόμο πολύ ακόμη. Βιβλία όμως σαν το ημερολόγιο του Ευκλείδη Τσακαλώτου συμβάλλουν αποφασιστικά προς την κατεύθυνση οι πολίτες να κινούνται προς τη διαμόρφωση μιας δομής σκέψης που θα καθιστούσε ευκολότερη την πάντα δυσεπίτευκτη πορεία στο στενό διάδρομο, τον μοναδικό όμως που οδηγεί στον ουσιαστικό εαυτό της και όχι στα υποκατάστατά της. Ο συγγραφέας με το ημερολόγιό του στήνει ένα ανάχωμα προς έναν ενδεχόμενο κατήφορο. Θα αποδειχθεί αποτελεσματικό, όμως όχι από μόνο του, αλλά και από το εύρος των αναγνωστών που θα το τιμήσουν.
Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του κ. Μωυσή Ελισάφ κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Στο κόκκινο σακίδιο» του Ευκλείδη Τσακαλώτου (εκδόσεις Πόλις) που έγινε από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών στις 7 Ιουλίου στον Πολυχώρο «Δ. Χατζής».