Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων συνεχίζει την ψηφιακή έκθεση «Λεπτομέρειες» με δύο αναρτήσεις στο facebook
Για τον Ιούλιο, από τις συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων, η αρχαιολόγος Παρασκευή Γιούνη επιλέγει και σχολιάζει τις τεχνολογικές επιλογές που εφάρμοζαν στην κατασκευή χειροποίητων αγγείων κάτοικοι εγκατεστημένοι κοντά στις πηγές της Κρύας, στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, πριν περίπου 3 χιλιετίες (Ύστερη Εποχή Χαλ κού/Πρώιμη Εποχή Σιδήρου). Με βάση εξειδικευμένες πετρογραφικές αναλύσεις πολύ λεπτών δειγμάτων από τα τοιχώματα των αγγείων και με την χρήση πολωτικού μικροσκοπίου, ανιχνεύονται οι «συνταγές» που χρησιμοποιούσαν ή και προτιμούσαν οι κεραμείς, αξιοποιώντας τοπικές πηγές αργίλων. Πήλινα σκεύη της εποχής αυτής εκτίθενται στην Αίθουσα 4 για τον «Καθημερινό βίο των Ηπειρωτών».
Συμπεράσματα που στηρίζονται σε ανάλογες αρχαιομετρικές αναλύσεις και συνδέονται με την τεχνολογία κατασκευής μίας πήλινης ανάγλυφης εικόνας με εφυάλωση και με το θέμα της Σταύρωσης (14ος-15ος αι.) από τον ναό του Αγ. Βασιλείου στην Άρτα σχολιάζει η αρχαιολόγος Σταματία Κορτζή. Τα εξειδικευμένα αποτελέσματα υποδεικνύουν πιθανόν τη λειτουργία τοπικών εργαστηρίων παραγωγής που αντλούσαν από μια παράδοση δυτικής προέλευσης τεχνικών, με τις οποίες ωστόσο πειραματίζονταν ή και τις ανανέωναν οι τεχνίτες, σε μια περίοδο στενών επαφών της Ηπείρου ιδίως με την ιταλική χερσόνησο. Η εικόνα, η οποία μαζί με μία ακόμη αντίστοιχης τεχνικής κοσμούσαν εξωτερικό τοίχο του ναού, εκτίθεται στην αφιερωμένη στους βυζαντινούς χρόνους Αίθουσα Β του Βυζαντινού Μουσείου Ιωαννίνων.
Πιο αναλυτικά:
– Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων – Αίθουσα 4 – Ο καθημερινός βίος των Ηπειρωτών
«Τα κρυμμένα μυστικά των αγγείων»
Τμήμα χειροποίητου αγγείου με λαβή, διακοσμημένο με επίθετα δισκάρια, από την Κρύα Ιωαννίνων. Το αγγείο, το οποίο έχει εν μέρει συμπληρωθεί σημειακά, χρονολογείται στην Ύστερη Εποχή Χαλκού/Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (περ. 1.100 – 900 π.Χ.). Ανήκε στον οικιακό εξοπλισμό γεωργοκτηνοτρόφων στον περίγυρο της λίμνης Παμβώτιδας.
Η κατασκευή των αγγείων αποτελεί μία πολύπλοκη διαδικασία και ακολουθούνται «κεραμικές συνταγές» οι οποίες συνήθως παραδίδονται από γενιά σε γενιά. Οι κεραμείς μπορεί να αφαιρέσουν ή να προσθέσουν διάφορα υλικά (π.χ. πέτρες, άχυρα, κοχύλια) ή ακόμη να αναμείξουν διάφορα είδη πηλών έτσι ώστε, ανάλογα με την χρήση του σκεύους, να πετύχουν την κατάλληλη σύσταση. Πληροφορίες για την τεχνολογία και για την προέλευση των κεραμικών μπορούμε να αποκτήσουμε με την εφαρμογή διαφόρων φυσικο-χημικών αναλυτικών τεχνικών, οι οποίες είναι γνωστές με τον γενικότερο όρο «αρχαιομετρικές αναλύσεις».
Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνεται η πετρογραφική ανάλυση, την οποία η αρχαιολογία δανείζεται από την γεωλογία και βασίζεται στην αρχή ότι ο πηλός είναι ένα αργιλώδες ίζημα που περιέχει ορυκτά και πετρώματα. Ένα δείγμα από το κάθε φορά επιλεγμένο πήλινο αντικείμενο επικολλάται σε ένα γυάλινο πλακίδιο και λειαίνεται ώστε το πάχος του δείγματος να μην ξεπερνά τα 30 μικρόμετρα. Στην συνέχεια η «λεπτή τομή» μελετάται με την χρήση πολωτικού μικροσκοπίου, προσφέροντας μία πολύχρωμη εικόνα του πηλού.
-Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων – Αίθουσα Β – Βυζαντινοί Χρόνοι
«Μικροσκοπικά μυστικά μίας εικόνας»
Πήλινη ανάγλυφη εικόνα της Σταύρωσης με την τεχνική της εφυάλωσης. Προέρχεται από τον ναό του Αγίου Βασιλείου της Άρτας (πιθανόν 1300 π.Χ.). Μαζί με μία ακόμη, με απεικόνιση των Τριών Ιεραρχών, ήταν τοποθετημένες στο ανατολικό αέτωμα. Αποτελούσαν τμήμα της εξωτερικής διακόσμησης του ναού, μαζί με σειρές από πολύχρωμα εφυαλωμένα πλακίδια σε ρομβοειδή διάταξη και ζώνες από πλίνθους σε διάφορα μοτίβα.
Από την πρόσφατη εξειδικευμένη αρχαιομετρική ανάλυση των εικόνων και των πλακιδίων προέκυψαν αξιόλογες λεπτομέρειες για τις κατασκευαστικές μεθόδους με ποικίλες και σημαντικές προεκτάσεις.
Στα περισσότερα δείγματα εντοπίστηκε η συστηματική χρήση κασσίτερου, κάτι που δεν παρατηρείται στην εφυαλωμένη βυζαντινή κεραμική της περιόδου από τον 9ο έως τον ύστερο 14ο αι. Αυτό αποτελεί αδιαμφισβήτητη ένδειξη για τη σύνδεση των κεραμικών αυτών προϊόντων με τη λεγόμενη ιταλική αρχαϊκή μαγιόλικη παράδοση. Η τεχνική της χαρακτηρίζεται από την κασσιτερούχο εφυάλωση, πάνω στην οποία γράφονταν τα διακοσμητικά θέματα με χρώματα και καλύπτονταν με μία τελική λεπτότατη στρώση διαφανούς υαλώματος. Η κεραμική αυτή οφείλει την ονομασία της στην πόλη παραγωγής της, τη Μαγιόρκα, και εισάγεται στην Ιταλία στα τέλη του 12ου αι., ενώ γνωρίζει ευρεία διάδοση στην ανατολική Μεσόγειο (13οαι. – 15ο αι.).
Ωστόσο, η εφυάλωση της Σταύρωσης, καθώς και των περισσότερων εντοιχισμένων διακοσμητικών κεραμικών στοιχείων του ναού, παρουσιάζει και κάποιες σαφείς διαφορές από τη συνήθη ιταλική παραγωγή. Το στοιχείο αυτό ενισχύει την άποψη ότι τελικά οι δύο ανάγλυφες εφυαλωμένες εικόνες έχουν κατασκευαστεί στην Άρτα, «πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου». Σ’ αυτό συνηγορεί και το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου 1320-1450, στο οποίο εντάσσεται η παραγωγή αυτών των εικόνων, καθώς τότε οι ηγεμόνες της Άρτας προέρχονταν από τους δύο ιταλικούς οίκους των Ορσίνι και των Τόκκων. Επομένως, είναι πολύ πιθανόν να κατασκευάστηκαν στην πόλη σε περίοδο που υπήρχαν στενές σχέσεις με τα ιταλικά κρατίδια. Διαφορές στη σύσταση του υαλώματος μεταξύ των δύο εικόνων υποδηλώνει επιπλέον είτε ξεχωριστούς τεχνίτες είτε πειραματισμό στην εφαρμογή της νεοεισηγμένης τεχνικής της κασσιτερούχου εφυάλωσης.
Περισσότερα στοιχεία στην ανάρτηση των «Λεπτομερειών».