Πέρασαν 32 χρόνια από τον θάνατο Νικόλα Άσιμου, είχε γεννηθεί στις 20 Αυγούστου του 1949.. Ο Νικόλας ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής.. Στις 17 Μαρτίου 1988 έβαλε τέλος στην ζωή του με απαγχονισμό…
Ο Νικόλας Άσιμος (20 Αυγούστου 1949 – 17 Μαρτίου 1988, πραγματικό όνομα: Νικόλαος Ασημόπουλος) ήταν στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής του ελληνικού ροκ και όχι μόνο. Τραγούδησε και πολλά άλλα τραγούδια, πολιτικά, μπαλλάντες και σε λαϊκό ύφος. Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά.
Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που δεν αποδεχόταν την “ταξινόμηση” σε κάποια ιδεολογία. Ο Άσιμος ήταν αρχικά αριστερός, απέκτησε όμως αναρχική συνείδηση λίγο αργότερα και στη συνέχεια ξεπέρασε και τον αναρχισμό, καθώς δεν επιθυμούσε να του “κολλούν ταμπέλες”.
Ο Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου του 1949 και μεγάλωσε στην Κοζάνη. Ο πατέρας του, ο Λάζαρος Ασημόπουλος, ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος γενικού εμπορίου στο κέντρο της Κοζάνης και η μητέρα του, η Μαρίκα Ασημοπούλου, το γένος Πινελίδη, ασχολείτο με τα οικιακά και ήταν προσφυγικής καταγωγής. Ο Νίκος Ασημόπουλος υπήρξε μέτριος μαθητής, ασχολήθηκε με τον στίβο και το ποδόσφαιρο (έπαιζε τερματοφύλακας) και στην εφηβεία του αγάπησε τα ποιήματα του Γεωργίου Σουρή (1853 – 1919) και διασκέδαζε τους συμμαθητές του σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους πάνω σε μελωδίες ξένων επιτυχιών της εποχής, όπως το γαλλικό τραγούδι Monsieur Cannibale του 1966 που τραγούδησε ο Sacha Distel. Εστειλε μάλιστα το συγκεκριμένο στιχούργημά του σε στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης στην εφημερίδα Ελεύθερος Κόσμος, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Ασιμος (υπέγραψε «Νίκος ‘Ασιμος»).
Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια. Τον Δεκέμβριο του 1972 πρωτοεμφανίστηκε στο κοινό ως τραγουδοποιός, αλλά και ως ηθοποιός (ερμήνευε το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ) στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του.
Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Αρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος. Το 1974 σκηνοθέτησε μία βραχύβια μουσικοθεατρική παράσταση στη μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή», χωρίς ανταπόκριση από το κοινό.
Το 1975 σημειώθηκε η πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Τον έβγαλε η εταιρεία «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά (1912 – 1981) και έπεσε θύμα λογοκρισίας: δηλαδή μπορούσε κάποιος να τον αγοράσει στα δισκοπωλεία, αλλά απαγορευόταν η μετάδοσή του από την δημόσια ραδιοτηλεόραση. Την ίδια χρονιά ο Ασιμος συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στην Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης.
Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη.
Τον Οκτώβριο του 1977, λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, προσήχθη και προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων (τέσσερις αναρχικούς και έναν αριστεριστή), γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία σαν «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων, με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» («RAF») στα διαβόητα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ στη Δυτική Γερμανία. Μετά από λίγες εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος.
Το 1978 ξεκίνησε η περιπέτειά του για να αποφύγει την στράτευση. Πήρε απαλλαγή προσποιούμενος τον ψυχοπαθή και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Οπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», ιδιωτική έκδοση με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, την οποία τύπωσε το 1980 και διακινούσε ο ίδιος, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.
Από τον Σεπτέμβριο του 1978 έως τον Μάρτιο του 1987 κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με, λιγότερο ή περισσότερο, πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ, ή στα «μαγαζόσπιτα» όπου ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια, την περίφημη «υπόγα» του ‘Ασιμου, εκεί όπου διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983.
Από το 1981 δρομολογείται η επώδυνη σχέση του με τα ψυχιατρεία, στα οποία νοσηλεύτηκε αρκετές φορές.
Το Νοέμβριο του 1982 κυκλοφόρησε από την εταιρεία δίσκων «Μίνως» ο μοναδικός δίσκος 33 στροφών (LP) που έβγαλε όσο ζούσε, με τίτλο «Ο Ξαναπές», σε ενορχήστρωση του Θανάση Μπίκου και παραγωγή του Ηλία Μπενέτου. Συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου σε δύο τραγούδια («Αμα σε λέγαν Βάσω» και «Παπάκι»), ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε άλλα δύο («Πιάστηκα Σχοινί Κορδόνι» και «Της Επανάστασης») και η Αθηναΐκή Κομπανία σε ένα τραγούδι («Σεισμός»), το όνομα της οποίας δεν γράφτηκε στο εξώφυλλο, διότι θεωρήθηκε πολύ «εμπορική» για τον «αντάρτη» Ασιμο.
Έστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στο δρόμο (happenings) στο κέντρο της Αθήνας, για τις οποίες είχε επινοήσει τους όρους «Κροκ» (στη δεκαετία του ’70) και «Βόλτα» (στη δεκαετία του ’80 στο Λόφο του Στρέφη), ακολουθούμενος από περιστασιακούς συνοδοιπόρους του στο πλαίσιο μιας αρχηγικής καλλιτεχνικής και πολιτικής παρέμβασης. Εκανε σύντομα περάσματα σε κινηματογραφικές ταινίες. Εφτιαξε δύο βραχύβια μουσικά συγκροτήματα, την «Exarchia Square Band», με τον Χρήστο Ζυγομαλά, και τους «Νικόλας ΄Ασιμος και οι Εναπομείναντες» με τον Τόλη Βουλτζάτη και τη Λίτσα Περράκη, με τα οποία δεν ηχογράφησε.
Τον Απρίλιο του 1987 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε στον δίσκο του «Χαιρετίσματα» πέντε τραγούδια του ‘Ασιμου : «Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Θα ‘ρθω να σε βρώ», «Θα νικήσουμε (Venceremos)», «Καταρρέω».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξέφρασε μεταφυσικές ανησυχίες, απέκτησε εμμονή με το έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου και συγγραφέα Κάρλος Καστανιέδα (1925 – 1998) και, σύμφωνα με μαρτυρίες, πίστεψε ότι διέθετε ικανότητες σαμάνου και έκανε «πειράματα αθανασίας» σκοτώνοντας άτυχα κατοικίδια ζώα τα οποία μετά προσπαθούσε να «αναστήσει».
Το 1987 ο ‘Ασιμος κατηγορήθηκε για το βιασμό μίας κοπέλας. Η Δαμόκλειος Σπάθη της επικείμενης δίκης είχε βαρύτατες συνέπειες στη ψυχοσωματική του κατάσταση. Τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988 έδωσε τέλος στη ζωή του, πριν δικαστεί. Κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης στο «Χώρο Προετοιμασίας» όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια.[1][2] Πέθανε σε ηλικία 38 ετών.
Δείτε αφιέρωμα στην Μηχανή του χρόνου στην τηλεόραση του Alpha