Η ενεργειακή κρίση θα οδηγήσει την Ευρωζώνη σε ύφεση μέσα στο νέο έτος, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και η ανεπάρκεια ενέργειας θα μειώσουν την παραγωγή και θα ανατρέψουν τις θετικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Το συμπέρασμα αυτό αναδύεται από τις απαντήσεις των περισσότερων οικονομολόγων που συμμετείχαν σε σχετική δημοσκόπηση των Financial Times.
Σχεδόν το 90% των 37 οικονομολόγων που συμμετείχαν στην εν λόγω δημοσκόπηση, εξέφρασε την εκτίμηση ότι η Ευρωζώνη βρίσκεται ήδη σε ύφεση, ενώ η πλειονότητα θεωρεί βέβαιον ότι το ΑΕΠ της θα συρρικνωθεί σε όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους. Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα, η Κιάρα Ζανγκαρέλι, οικονομολόγος της Morgan Stanley, τόνισε πως «οι αγορές φυσικού αερίου εξακολουθούν να αποτελούν μείζονα πηγή κινδύνου για την Ευρώπη». Η ίδια προσέθεσε πως «αν υπάρξουν περαιτέρω διακοπές στην προσφορά ενέργειας ή αν ο χειμώνας είναι εξαιρετικά βαρύς, τότε οι εντάσεις θα είναι μεγάλες και οι τιμές θα εκτοξευθούν εκ νέου οδηγώντας σε νέα μείωση της ζήτησης».
Οι περισσότεροι από τους οικονομολόγους που συμμετείχαν στην έρευνα των FT εκτίμησαν πως τα χειρότερα της ενεργειακής κρίσης έχουν περάσει για την Ευρώπη, καθώς ο ήπιος καιρός κατέστησε εφικτή τη διατήρηση μεγάλου μέρους των αποθεμάτων ενέργειας.
Πολλοί εξέφρασαν, όμως, φόβους πως η προοπτική του δελτίου στα καύσιμα και γενικότερα στην ενέργεια θα επανέλθει δριμύτερη μέσα στο επόμενο έτος, ιδιαιτέρως αν ο χειμώνας είναι τελικά βαρύς. «Ο κίνδυνος του δελτίου στο φυσικό αέριο απεφεύχθη τελικά έως τώρα, αλλά παραμένει ανοικτό το ερώτημα τι θα γίνει με την προσφορά ενέργειας τον επόμενο χειμώνα», τονίζει ο Σιλβέν Μπρογιέρ, οικονομολόγος ειδικευμένος σε θέματα Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής στην S&P Global Ratings. Πράγματι οι ευρωπαϊκές χώρες κατόρθωσαν μέχρι τώρα να περιορίσουν την ενεργειακή εξάρτησή τους από τη Ρωσία και ειδικότερα από το ρωσικό φυσικό αέριο καθώς στράφηκαν στη Νορβηγία, στις ΗΠΑ αλλά και στις χώρες της Μέσης Ανατολής, ενώ παράλληλα επιτάχυναν την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν, όμως, ότι χωρίς τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες θα είναι πολύ πιο δύσκολο να γεμίσουν ξανά οι ταμιευτήρες αερίου της Ευρώπης ενόψει του επόμενου χειμώνα. Οπως επισημαίνει ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής του τομέα μακροοικονομικών ερευνών στην ING Bank, «τα αποθέματα φυσικού αερίου μειώνονται ταχύτατα τώρα, γι’ αυτό και υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος μιας κρίσης έλλειψης ενέργειας μέσα στον χειμώνα». Πολλοί από τους οικονομολόγους που συμμετείχαν στην αντίστοιχη δημοσκόπηση των FT το περασμένο έτος, είχαν υπογραμμίσει πως ο υψηλός πληθωρισμός αποτελούσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για το 2022. Κανείς δεν είχε, ωστόσο, προβλέψει το μέγεθος του σοκ που θα προκαλούσαν οι τιμές της ενέργειας. Προέβλεπαν κατά μέσον όρο έναν πληθωρισμό της τάξης του 2,7% για το έτος που λήγει, αλλά τους τελευταίους μήνες οι αυξήσεις των τιμών έχουν εκτοξευθεί σε διψήφια ποσοστά και η ΕΚΤ προεξοφλεί ότι ο πληθωρισμός θα είναι γύρω στο 8,4% για το σύνολο του 2023. Τα ποσοστά αυτά είναι πολύ υψηλότερα ακόμη και από τις εκτιμήσεις των πλέον απαισιόδοξων εκ των οικονομολόγων που συμμετείχαν στην αντίστοιχη δημοσκόπηση της βρετανικής εφημερίδας πριν από ένα χρόνο.
Σε ό,τι αφορά την αγορά ακινήτων της Ευρωζώνης, σήμερα οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως οι τιμές των κατοικιών θα υποχωρήσουν κατά 4,7% μέσα στο 2023. Ανάμεσά τους η Μαρία Δεμερτζή, συνεργάτις της δεξαμενής σκέψης Bruegel, που τονίζει πως «οι τιμές των ακινήτων δεν μπορούν να εξακολουθήσουν να αυξάνονται από τη στιγμή που θα είμαστε σε ύφεση και θα αυξάνονται τα επιτόκια».