Αφιέρωμα του ΦΙΛΗΜΟΝΑ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΥ
Η πολιορκία των Ιωαννίνων, το μέτωπο, οι σκηνές από την απελευθέρωση και οι πρώτες μέρες μετά τις 21 Φεβρουαρίου 1913, έχουν βρει την εικαστική τους αποτύπωση με έναν πλούτο πληροφοριών, μέσα από το έργο της ζωγράφου Θάλειας Φλωρά Καραβία.
Η σημαντική αυτή προσωπικότητα και εικαστικός βρέθηκε στην πρώτη γραμμή και κατέγραψε σε σκίτσα, αλλά και στο ημερολόγιό της τις τελευταίες ημέρες πριν από την απελευθέρωση. Ανέδειξε τα πρόσωπα, τις δύσκολες στιγμές, έδειξε την έγνοια της για τους φτωχούς κατοίκους των περιοχών που γίνονταν οι μάχες, αλλά και για τους τραυματίες του στρατού, τον αγώνα των γιατρών και των νοσοκόμων στα μετόπισθεν.
Η Θάλεια Φλωρά Καραβία γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1871. Σπούδασε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης το διάστημα 1883- 1888 ενώ την τριετία 1895- 1898 στο Μόναχο παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Νικόλαο Γύζη, τον Νικόλαο Βώκο, τον Γιώργο Ιακωβίδη κ.α. Το 1899 επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και κάνει ταξίδια στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Το 1907 στην Αίγυπτο παντρεύεται τον δημοσιογράφο και λόγιο Νικόλαο Καραβία. Το 1912-13 θα ακολουθήσει την εκστρατεία του ελληνικού στρατού πρώτα στη Μακεδονία και μετά στην Ήπειρο ενώ το 1921 θα βρεθεί και στο μικρασιατικό μέτωπο. Από το 1940 ζει στην Αθήνα όπου και πεθαίνει το 1960.
Τις ανταποκρίσεις της από το μέτωπο του 1912-13 τις στέλνει στην Εφημερίδα της Αλεξάνδρειας, του συζύγου της Ν. Καραβία ενώ καθόλη τη διάρκεια κρατάει σημειώσεις και κάνει συνεχώς σκίτσα. Περίπου 300 έργα της θα εκτεθούν στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1913, στο Λύκειο Ελληνίδων.
Το ημερολόγιο αυτό θα εκδοθεί το 1936 στην έκδοση «Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912- 1913. Μακεδονία- Ήπειρος». Εκδόθηκαν σε διάφορες μορφές και εδώ χρησιμοποιούμε την ανατύπωση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία (2012).
Στο μέτωπο της Ηπείρου θα φτάσει στις 6 Ιανουαρίου του 1913 με τη βασιλική θαλαμηγό Αμφιτρίτη που προσεγγίζει τη Λευκάδα. Θα παρακολουθήσει την είσοδο του Διαδόχου στην Πρέβεζα και θα φτάσει στη Φιλιππιάδα και τελικά στις 18 Ιανουαρίου στο Εμίν Αγά και το αρχηγείο του ελληνικού στρατού. Θα είναι κοντά σε όλες τις εξελίξεις το επόμενο διάστημα και θα περιγράψει είτε με στα γραπτά της είτε στο εικαστικό της έργο όλα τα γεγονότα και τον απόηχό τους ως και τις αρχές Μαρτίου στα Ιωάννινα δείχνοντας ένα πολύπλευρο ενδιαφέρον για κάθε κοινωνική και πολιτική πτυχή. Από αυτό το σημαντικό τεκμήριο του ημερολογίου της, συγκρατούμε δύο στιγμές από το άκουσμα της είδησης για τη νίκη και την επίσημη είσοδο του στρατού στην πόλη.
21. Πέμπτη πρωί.
– Έπεσαν τα Γιάννενα!
Ήταν η πρώτη φράσι που μ’ εξύπνησε.
– Αλήθεια; Αλήθεια;
Δυσπιστούσαν όλοι λιγάκι ακόμα, γιατί από τη νύχτα ακούονταν πάλιν οι βαρειές βροντές των τηλεβόλων. Αλλά δεν άργησαν να παύσουν αποτόμως και τότε όλοι άνοιξαν την καρδιάν των στη χαρά, στο μεθύσι της χαράς!
Το Μπιζάνι παραδόθηκε με 30 χιλιάδες Τούρκων!
Εδώ παύει πλέον η δύναμι της πέννας και των λόγων!
Τουφεκισμοί, φωνές, τρεχάματα, όλος ο κόσμος έξω από τις σκηνές, στον πρωινόν αέρα, σκορπίζει με λόγια, με γέλοια, μ’ ευχές τη χαρά του!
Η Νίκη! η Νίκη! όλων οι ψυχές εσηκώθηκαν εις τα ωραία λαμπρά φτερά της και όλων οι ψυχές εμεγάλωσαν την ωραίαν εκείνη στιγμή. Ο καθένας απαριθμούσε τα’ αγαθά αποτελέσματα ενός τοιούτου θριάμβου και το όνομα το αγαπητό του Διαδόχου περνούσεν από τα χείλη όλων.
Δεν άργησε να γνωσθή και πώς έγινεν.
Περνούσε το αυτοκίνητο με μερικούς από το Επιτελείο. Συγχαρητήρια! Αϊ τώρα και στην Πόλη! Το τέχνασμα της επιθέσεως επέτυχε και μ’ ελαχίστας θυσίας, 160 εκτός μάχης, νεκρούς και τραυματίας. Δόξα σοι ο Θεός. Οι Τούρκοι επερίμεναν την επίθεση από το δεξιό, όπως έδειχναν προ ημερών οι κινήσεις, αλλά διά συντόνου ενεργείας συνεκεντρώθησαν οι δυνάμεις στο αριστερό και ο δρόμος άνοιξε με την κατάληψι του Αγ. Νικολάου προς τα Ιωάννινα. Τη νύχτα δύο αξιωματικοί, αντιπρόσωποι του Εσσάτ Πασά και ο επίσκοπος εκ μέρους του Μητροπολίτου ήλθαν και παρέδωκαν την πόλη, άνευ όρων και το Μπιζάνι με 33 χιλιάδες στρατού.
Το ωρολόγι της πλατείας γεμάτο κόσμο και αυτό. Πολλοί περιφέρονται με το κοντάκ των και προσπαθούν να βρουν την καλλίτερη θέση για το θέαμα της εισόδου του Διαδόχου.
Αρχίζει και κινείται το ιππικό και πηγαίνει εις συνάντησίν του. Πηγαίνουν και τα’ αμάξια με τους προξένους και τους ξένους συνοδούς των. Όλοι βλέπουν με χαιρεκακία μερικούς απ’ αυτούς, που, όπως έγινεν γνωστόν, ενεθάρρυναν τους Τούρκους εις αντίσταση. Ας τα βλέπουν τώρα…
Περνούν οι πρόκριτοι της πόλεως με σημαίες και ακολουθούν μαζί μ’ αυτούς και μερικά σαρίκια και φέσια, χοτζάδες και δήμαρχοι και λοιποί. Κι ο ήλιος ζεστός και ωραίος, τα βουνά αστραφτερά από φως και αίγλην και χαράν.
Ακούεται ένας βόμβος στα ύψη.
Είνε το αεροπλάνο του Αδαμίδη που έρχεται πετώντας στην πατρίδα του! Τι θρίαμβος! Όλα τα κεφάλια σηκώνονται και κυττάζουν ψηλά και τον μακαρίζουν, τον καμαρώνουν, τον ζητωκραυγάζουν. Κάμνει κυκλοτερείς πτήσεις χαμηλά και κατεβαίνει γιατί φτάνει πια κι ο Διάδοχος.
Η μουσική παιανίζει και ξεσηκώνει τις καρδιές σε μίαν απερίγραπτη αγαλλίαση κι αρχίζουν ακράτητες ζητωκραυγές, φρενίτις ενθουσιασμού που ενώνει όλες τις φωνές σε μία βοή, σαν να κυλάει ένας χείμαρρος ορμητικός και τονίζουν όλες ένα ύμνο, ένα μεγαλειώδη, ατελείωτον αίνο, που σκορπίζεται και δονεί τους αιθέρας.
Ένας γέρων τρέμων εκ συγκινήσεως και με το βλέμμα στους ιππείς που περνούν, σαστισμένος, παραζαλισμένος:
– Αχ, κυρία, δείξτέ μου τον, ποιος είνε! Παρακαλεί. Θέλει να ιδή το Διάδοχο.
Περνά το ιππικό του Στρατηγείου, όπου διακρίνω γνωστές φυσιογνωμίες, το νέο κ. Παρασκευά και τον κ. Αντ. Μπενάκη.
Και να κατόπιν η ωραία, η ποθητή εμφάνισις με την ακτινοβολία που του δίνει η Νίκη. Ο Διάδοχος, ο Νικητής, περνά κάτου από τη δάφνινη αψίδα με την οποία χαιρετά η πόλις των Ιωαννίνων τον ελευθερωτή της. Επάνω σε περήφανο κόκκινο άλογο, προχωρεί αργά και χαιρετά τα πλήθη, τα οποία έκαμαν όλη την ψυχή των θυμίαμα ευγνωμοσύνης και τον βλέπουν, τον βλέπουν και τον ζητωκραυγάζουν με συγκίνηση. Ακολουθούν ο στρατηγός Δαγκλής, οι υπασπισταί του, οι τέσσαρες πρίγκηπες, Ανδρέας, Χριστόφορος, ο επίδοξος Διάδοχος και ο πρίγκηψ Αλέξανδρος και οι Επιτελείς του Β. Δουσμάνης, Ξ. Στρατηγός, ο Πάλλης, ο Σ. Στάικος, ο Καράκαλος, άλλοι και πλησιέστερά του ο στρατηγός Μοσχόπουλος, ο λατρευτός στρατηγός που επολέμησε στα πρόθυρα των Ιωαννίνων, ο σημαιοφόρος του Διαδόχου πρίγκηψ Υψηλάντης, ο στρατηγός μέραρχος Καλλάρης, ο οποίος εξηγόρασε πολύ ακριβά την ωραίαν αυτή στιγμή με το πολύτιμο αίμα του ηρωϊκού παιδιού του, και άλλοι στρατηγοί και αξιωματικοί και ανάμεσα σε μερικά μαύρα ράσα που συνώδευαν πάντα τους αγώνας της εκκλησίας, διακρίνω τον Ηπειρώτη Αρχιμανδρίτη Νικόλαον της Αλεξανδρείας, ύστερα ιππικό, στρατός, κόσμος. Και η θριαμβευτική πομπή κατευθύνεται στη Μητρόπολι να πάρη την ευλογία της Εκκλησίας.
Ο Μητροπολίτης Γερβάσιος συγκινημένος προσφωνεί. Και ο κόσμος συμπυκνωμένος σε μία μάζα, είνε γυρισμένος όλος προς το Διάδοχο, με τα βλέμματα προσηλωμένα σ’ αυτόν, ως προς είδωλον, το οποίον χρόνια ονειρευόταν, σαν κάτι αύλο, σαν μία Ιδέα.
Εις το διοικητήριο, εις τη μεγάλη αίθουσα τελετών με τα ωραία ανατολίτικα ταπέτα, γίνεται η υποδοχή. Και περνούν, περνούν, οι ελεύθεροι πλέον, να χαιρετήσουν το Νικητή και Ελευθερωτή των, μερικοί του φιλούν το χέρι και όλοι είνε συγκινημένοι από τη μεγάλη αυτή ημέρα, την αλησμόνητη στην ιστορία του Έθνους.
Κατόπιν ο Διάδοχος με τους πρίγκηπας και πριγκήπισσας Ελένης και Αλίκη διευθύνεται στο σπήτι του Σακελλαρίου όπου φιλοξενείται.