Παλεύοντας να προσαρμόσουμε το σύνολο της ζωής μας πάνω στα μέτρα απόστασης διακρίνουμε κάποιες αρνητικές τάσεις και κάποιες όσο κι αν φανεί παράξενο, θετικές.
Αρνητική είναι αυτή η συνήθεια των περιορισμών, σε βαθμό που μοιάζει να περιμένουμε κάθε μέρα και νέα, να περιμένουμε ακόμα μεγαλύτερη κλιμάκωση. Το τι δεν πρέπει να κάνουμε και το τι πρέπει να αποφεύγουμε, έχει γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας. Κι αυτή είναι εν τέλει και η επιτυχία της πολιτικής των περιορισμών, να γίνονται ένα με τη ζωή, στην καθημερινότητα.
Μία σχετική αρνητική ροπή, είναι να παρατηρούμε αν τηρούν οι άλλοι τα μέτρα. Επειδή, ευλόγως ανησυχούμε αν εκτεθούμε στη μετάδοση, προσέχουμε πώς κινούνται και οι άλλοι,
δημιουργώντας τελικά ένα σκηνικό διακινδύνευσης. Το περιβάλλον γύρω μας και οι άλλοι, γίνονται πηγή κινδύνου.
Αν προσέξουμε πάντως καλύτερα, θα δούμε ότι εκείνοι που είχαν την τάση να μην συμπεριφέρονται διακριτικά και ευγενικά και προ μέτρων, συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο και τώρα, χωρίς να δικαιολογούνται προφανώς. Δεν αλλάζουν, ούτε προσαρμόζονται όλοι οι άνθρωποι ταυτόχρονα.
Η θετική πλευρά, αν μπορούμε να την πούμε έτσι, είναι αυτή η καθησυχαστική αίσθηση ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε. Δεν χρειάζεται να βγούμε το Σάββατο το βράδι επειδή είθισται, δεν χρειάζεται να κάνουμε ανούσια ραντεβού χάριν δημοσίων σχέσεων, δεν χρειάζεται να ακολουθούμε κοινωνικούς τύπους, δεν χρειάζονται όλα αυτά που κατά καιρούς νιώθουμε να μας επιβάλλονται ως «πρέπει» στον κοινωνικό μας βίο. Και το θέμα δεν είναι μόνο ότι απαγορεύονται οι συναντήσεις και οι έξοδοι, αλλά νιώθουμε κι εμείς οι ίδιοι ότι άλλες πια είναι οι προτεραιότητες, ότι προέχει η υγεία μας. Και είναι ένα ερώτημα πλέον, το αν θα μπορέσουμε να κρατήσουμε τις ιεραρχήσεις μας και στο μέλλον, όταν θα βγούμε έξω, αν θα καταφέρουμε να βάλουμε στη σειρά τα δικά μας «πρέπει».