Να διατηρηθεί η μαυρόπλακα στη στέγη του τζαμιού Ασλάν αποφάσισε το ΚΑΣ – Προβληματισμός στον Δ. Ιωαννιτών για το χρόνο που θα χαθεί με τη νέα μελέτη
Κατά πλειοψηφία αποφάσισε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο να αποδεχθεί τελικά την πρόταση που αντιπαρέβαλε η Περιφέρεια Ηπείρου στους μελετητές του έργου επικάλυψης της στέγης στο τζαμί του Ασλάν, ώστε σε αυτήν, να παραμείνει η μαυρόπλακα που υπάρχει και σήμερα και να μην αντικατασταθεί ούτε από κεραμίδι βυζαντινού τύπου, ούτε από μολύβι. Η απόφαση εξεδόθη λίγο μετά τις οκτώ το βράδυ της Τρίτης και ενώ προηγουμένως υπήρξαν τοποθετήσεις και των μελετητών από τη μία πλευρά και της πλευράς της Περιφέρειας Ηπείρου από την άλλη που εκπροσωπήθηκε από την πολ. μηχανικό Ελ. Τσακανίκα και τον ομότιμο Καθηγητή Αρχιτεκτονικής Γεώργιο Σμύρη αντίστοιχα.
Το ΚΑΣ αποφάσισε τελικά να μην κάνει αποδεκτή την πρόταση των μελετητών, την οποία είχε αποδεχθεί αρχικά και η υπόθεση επανήλθε μετά την αναπομπή του θέματος από την υπουργό Πολιτισμού κα Μενδώνη, αλλά να γίνει τροποποίηση – αναθεώρηση της μελέτης και αυτή τελικά στο σκέλος των εργασιών στη στέγη του τζαμιού να προβλέπει τη διατήρηση της μαυρόπλακας. Μεταξύ των επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν για μία ακόμη φορά στο ΚΑΣ ήταν και το ότι είναι πολύ κρίσιμη απόφαση η διατήρηση της μαυρόπλακας, ανεξάρτητα από το αν έχουν βρεθεί υπολείμματα της κεραμοσκεπής ή με μολύβι στον τρούλο του μνημείου, γιατί αυτό συνδυάζεται με τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης και ταυτότητας της πόλης με τους κατοίκους της σήμερα αλλά ουσιαστικά όλους όσοι έχουν δει το μνημείο από τον 19ο αιώνα και μετά, να το έχουν αποτυπώσει στη σημερινή του μορφή, ενώ για την αρχική του υπάρχουν μόνον κάποιες βιβλιογραφικές αναφορές.
Επίσης, στο επιχείρημα που αναπτύχθηκε από μέλη του ΚΑΣ πως ενδεχομένως να προκύψει ζήτημα σε σχέση με την αύξηση του βάρους στη στέγη, καθότι η μαυρόπλακα είναι βαρύτερη από το κεραμίδι, δόθηκε η απάντηση πως η συνολική αύξηση του βάρους στη στέγη δεν είναι μεγαλύτερη από 7%, ποσοστό επιβάρυνσης που αντιμετωπίζεται εύκολα με συγκεκριμένους τρόπους και τεχνικές, ανάλογα με την επιλογή του μεγέθους της πλάκας και των κλίσεων που θα έχει η στέγη.
Το ερώτημα της νέας μελέτης
Εύκολα θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, ότι σε αυτήν την υπόθεση υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, όμως στην πραγματικότητα, η ανησυχία που υπάρχει και η οποία έχει εκφραστεί από την πλευρά του φορέα υλοποίησης που είναι ο δήμος Ιωαννιτών, εδράζεται στο ενδεχόμενο να καθυστερήσει η ολοκλήρωση της μελέτης και αυτό να θέσει εν αμφιβόλω την ολοκλήρωση των εργασιών συνολικά, άρα και της χρηματοδότησης.
Ένα βασικό ζήτημα έχει να κάνει με το αν η τροποποίηση ή αναθεώρηση της μελέτης, θα πρέπει να γίνει από τους ίδιους τους μελετητές ή αν απαιτείται νέα μελέτη και αν αυτό ισχύει, ποιος θα αναλάβει και την εκπόνησή της και την κάλυψη της δαπάνης.
Στο παρελθόν, σε αντίστοιχες περιπτώσεις όπως στη μελέτη για την αξιοποίηση του χώρου των πρώην Στρατιωτικών Φυλακών στο παραλίμνιο μέτωπο, η αναθεώρηση της μελέτης έγινε από την ίδια μελετητική ομάδα, όπως προέβλεπε όμως και η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων. Έτσι, το βέβαιο είναι πως και σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να υπάρξει αναμονή για να αποτυπωθεί ξεκάθαρα η απόφαση του ΚΑΣ και μαζί με αυτήν και οι παρατηρήσεις του σχετικά με την τροποποίηση της μελέτης.
Το «μολυβδοσκέπαστο» τέμενος
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως όλη αυτή η συζήτηση, ανέδειξε – όχι για πρώτη φορά – και τις διάφορες ιστορικές περιόδους του τζαμιού του Ασλάν που κατασκευάστηκε την περίοδο που ηγεμόνας της περιοχής ήταν ο Ασλάν πασάς μεταξύ των ετών 1615-1618 όταν και χτίστηκαν και τα κτίσματα που βρίσκονται στον περίβολο του μνημείου.
Αργότερα, προστέθηκε η Οθωμανική βιβλιοθήκη.
Η πρώτη αναφορά για το τέμενος γίνεται από τον Εβλιγιά Τσελεμπί το 1670 που αναφέρει μάλιστα πως πρόκειται για μολυβδοσκέπαστο τέμενος, με τη στέγη του δηλαδή να είναι από «γαλάζιο μολύβι».
Το χρονικό σημείο στο οποίο η μολύβδινη στέγη αντικαταστάθηκε από κεραμίδια δεν είναι σαφές, καθώς αυτή η επέμβαση δεν αναφέρεται σε κάποια πηγή.
Το μνημείο όμως αποτυπώνεται στα 1860 σε γκραβούρες και φωτογραφίες με την μαυρόπλακα και όχι με κεραμίδι, ενώ αντίστοιχες αναφορές υπάρχουν και από τους περιηγητές των αρχών μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.
Το τζαμί λειτούργησε ως Δημοτικό Μουσείο το 1933, ενώ στις εργασίες αποκατάστασης των καταστροφών που προκάλεσε η πτώση κεραυνού στα μέσα της δεκαετίας του 1980, εντοπίστηκαν υπολείμματα της κεραμοσκεπής όπως και του μολυβιού στον τρούλο.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ