Αν και είμαστε ακόμα αρκετές ημέρες από την άρση των πρώτων περιορισμών ένα διπλό αίσθημα αρχίζει και κυριαρχεί.
Από τη μια αυτή η ανησυχία για το πώς θα είναι η «έξοδος», πώς θα είναι η μορφή της ζωής μας στην κανονικότητα. Μοιάζει κάπως με αγοραφοβία, μία τάση να θέλουμε να μείνουμε ακίνητοι μέσα στο ασφαλές πλαίσιο της απομόνωσης που έχουμε καταφέρει με τόσο κόπο να δημιουργήσουμε όλο αυτό το διάστημα της καραντίνας.
Από την άλλη είναι ο φόβος της έκθεσης. Το νιώθαμε έντονα και τις πρώτες μέρες όταν βγαίναμε για τρόφιμα και νομίζαμε ότι από παντού παραμονεύει η νόσος και είμαστε ευάλωτοι στο δήγμα της. Τώρα αναρωτιόμαστε τι θα γίνει όταν θα είμαστε ανάμεσα και σε άλλους πολλούς, στη δουλειά, στα μαγαζιά, στην πλατεία, όταν θα αναγκαστούμε να συμπεριφερθούμε ως μέλη μίας δρώσας κοινότητας. Δεν σκεφτόμαστε αυτό που τόσο καιρό μας συμβουλεύουν οι ειδικοί, ότι ενδέχεται να είμαστε εμείς φορείς και άρα να συμπεριφερόμαστε με τους ανάλογους κανόνες ασφαλείας, αλλά σκεφτόμαστε ότι οι άλλοι μπορεί να είναι ο κίνδυνος.
Και οι δύο αυτές οι ανησυχίες μας, όμως, θα εκλείψουν από τις πρώτες ώρες που θα βρεθούμε «εκεί έξω». Γιατί θα λειτουργεί η μνήμη και η εμπειρία. Ξέρουμε πώς να είμαστε δρώντες και ενεργοί, ξέρουμε πώς δουλεύει η πόλη και το κυριότερο, θέλουμε να είμαστε μέρος αυτής της κίνησης.
Τώρα πια με την εμπειρία που έχουμε από τα μέτρα προστασίας, θα προσέχουμε διπλά και ακόμα περισσότερο για το πώς να προστατεύουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους.
Κι έχουμε καταλάβει ότι μόνο η κίνηση της κοινωνίας και μία οικονομία σε εγρήγορση, μπορεί να κάνει τη ζωή μας πάλι «κανονική», με τους ρυθμούς που θέλουμε και ξέρουμε από το παρελθόν και ακόμα πιο δυνατούς μόλις η επιστήμη μας δώσει φάρμακα και εμβόλια. Δεν σταματάμε…