Η πολιτική θεωρία πρεσβεύει ότι η εξουσία για να μπορεί να ασκείται απρόσκοπτα, πρέπει να εγκαθίσταται στο κέντρο. Το κέντρο εννοείται περισσότερο ως κέντρο των εξελίξεων, εκεί που έχεις επαρκή επόπτευση του πεδίου και μεγάλη ευχέρεια κινήσεων. Για κάποιους όμως το κεντρικό σημείο ταυτίζεται και με το πολιτικό κέντρο, την πολιτική δύναμη που ισορροπεί μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Κάπως έτσι είναι που προέκυψαν όροι όπως κεντροαριστερά και κεντροδεξιά οι οποίοι παλιότερα δεν χρησιμοποιούνταν.
Το ζήτημα όμως είναι πιο πολύπλοκο και έχει να κάνει και με την πολιτική ιστορία κάθε τόπου και την ιστορική διαδρομή της πολιτικής εξουσίας. Στην Ελλάδα για παράδειγμα που η αριστερά ήταν παράνομη μετά τον εμφύλιο, ως και το ’80 ακόμα θεωρούνταν «άκρα αριστερά», ενώ για να θυμηθούμε και ένα άλλο παράδειγμα, υπήρξαν περίοδοι στις ΗΠΑ που αν ήσουν συμπαθών της κομμουνιστικής ιδεολογίας κινδύνευες πολλαπλώς ως πολίτης από το θεσμικό πλαίσιο που σε έβγαζε εκτός νόμου.
Σήμερα, η εικόνα όμως και στην Ελλάδα διαμορφώνεται περίπου όπως και σε όλη την Ευρώπη με δύο υπομνήσεις, πρώτον ότι έχουν διαχυθεί τα κλασσικά όρια μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών και δεύτερον ότι μετά το 1989 και ως και μετά την κρίση του 2010 εμφανίστηκαν και νέου τύπου κόμματα με ριζοσπαστικές αναφορές, είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά. Ενδιαφέρον έχει και η άνοδος της πολιτικής ακροδεξιάς.
Για να σταματήσουμε όμως τη χαρτογράφηση των πολιτικών δυνάμεων, η οποία μάλλον δεν τελειώνει ποτέ και δεν βρίσκει και συμφωνίες από όλες τις πλευρές για τη σύνθεσή της, ας στραφούμε στην ανάδειξη ως κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας της περίφημης «μεσαίας τάξης». Αν και η οικονομική επιστήμη μπορεί να δώσει κάποια χαρακτηριστικά της, η πολιτική μεταβάλλει συνέχεια τον τρόπο που τη βλέπει και προσπαθεί να την προσελκύσει στις κάλπες. Άλλοτε είναι η μερίδα εκείνων των φορολογουμένων που πληρώνει τους περισσότερους φόρους, οπότε για αυτήν σχεδιάζονται φοροελαφρύνσεις και κίνητρα για τη δήλωση των εισοδημάτων της. Άλλοτε είναι ο πυλώνας της διαμόρφωσης της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας, οπότε υπάρχει πρόνοια για την στήριξη της πολιτισμικής της έκφρασης και των ευκαιριών για ανέλιξη μέσα στο Δημόσιο, τη μόρφωσή της κλπ. Κι άλλοτε είναι απλώς εκείνο το εκλογικό σώμα που δεν θέλει να πάει ή πρέπει να οδηγηθεί προς τα αριστερά ή τα δεξιά, άρα πρέπει να παραμείνει σε ένα πολιτικό μεταίχμιο που να επιτρέπει την εκπροσώπησή του από κόμματα που μοιάζουν περισσότερο με ουράνιο τόξο παρά με συμπαγές πολιτικό χρώμα. Μπορεί άραγε αυτό το δύσκολο προσδιορισμένο όνομα «μεσαία τάξη» να έχει και ένα τέτοιο περιεχόμενο ώστε να σηκώσει το βάρος του μέλλοντος της χώρας; Αυτό αναρωτιούνται πάντως τα ελληνικά κόμματα προσπαθώντας να δουν πού θα σταθούν εν μέσω των πολλαπλών κρίσεων που βιώνει η χώρα και η κοινωνία.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ