Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της νόσου COVID-19
Ακόμη και καιρό μετά τη μόλυνση, ορισμένοι ασθενείς υποφέρουν από τις συνέπειες του κορωνοϊού, καθώς σημαντικό ποσοστό αναφέρει παρατεινόμενα συμπτώματα για πάνω από τρεις εβδομάδες ή ακόμα και τρεις μήνες.
Από τα μέχρι τώρα δεδομένα προκύπτει πως το 80% των νοσηλευόμενων ασθενών και 60% των ασθενών που θα νοσηλευθούν σε ΜΕΘ, επιβιώνει, ωστόσο ήδη ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει αναφέρει ότι τα συμπτώματα μπορούν να διαρκέσουν για μήνες ή ακόμη και να επανέλθουν, ακόμη και αν ο ασθενής δεν είχε σοβαρά συμπτώματα COVID-19.
Τι είναι η «long COVID»
Ο όρος «παρατεινόμενη» νόσος COVID (long COVID) περιγράφει την επιμονή των συμπτωμάτων ή την εμφάνιση νέων συμπτωμάτων σε μια ομάδα ασθενών που έχουν πλέον ξεπεράσει την οξεία φάση.
Διαρκώς αυξανόμενα στοιχεία από μαρτυρίες ασθενών σε social media και μέσα ενημέρωσης, αλλά και από επιστημονικές ανακοινώσεις, δηλώνουν ότι ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών που κυμαίνεται από 40% έως και 80% βιώνει παρατεταμένα συμπτώματα για αρκετό διάστημα μετά τη νόσηση από COVID-19.
Οι ασθενείς που εμφανίζουν παρατεινόμενα συμπτώματα, αναφερόμενοι ως «long-COVID haulers» παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια.
Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει ασθενείς που χρειάστηκε να νοσηλευθούν σε ΜΕΘ και οι οποίοι εμφάνισαν σοβαρές βλάβες σε διάφορα ζωτικά όργανα κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης της νόσου αλλά και ασθενείς με ηπιότερα συμπτώματα, οι οποίοι όμως συνεχίζουν να παρουσιάζουν μια παρατεινόμενη «άτυπη» συμπτωματολογία, όπως παρατεταμένη κόπωση, δυσκολία στη συγκέντρωση ή χρόνιο πόνο τα οποία επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής τους για αρκετό διάστημα μετά την ανάρρωση.
Πολυσυστηματικό νόσημα η COVID-19
Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της Καθημερινής, με στοιχεία των Ελένη Κορομπόκη (διευθύντρια ΕΣΥ, υπεύθυνη μονάδας COVID στο «Αλεξάνδρα»), Δημήτριο Κοντογιάννης (καθηγητής Λοιμωξιολογίας, κάτοχος της έδρας Robert C Hickey Chair in Clinical Care στο MD Anderson Cancer Center, Χιούστον, ΗΠΑ) και Θάνο Δημόπουλο (καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, πρύτανης του ΕΚΠΑ), οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις μπορεί να αφορούν εκδηλώσεις από όλα τα συστήματα.
– Αναπνευστικό σύστημα: δύσπνοια και βήχας σε ποσοστό περίπου 40%, ενώ περίπου στους μισούς ασθενείς μπορεί να ανευρίσκονται διαταραχές στις απεικονιστικές εξετάσεις (στοιχεία ίνωσης στον πνεύμονα) ακόμα και τρεις μήνες μετά την οξεία φάση.
– Καρδιαγγειακό σύστημα: αίσθημα παλμών και ταχυκαρδία σε περίπου 20% των ασθενών, ορθοστατική υπόταση, ενώ σε ένα μικρό ποσοστό μπορεί όψιμα να εμφανιστούν πιο σοβαρές επιπλοκές, όπως μυοκαρδίτιδα.
– Νευρικό σύστημα: αγευσία και ανοσμία για αρκετά μεγάλο διάστημα σε ένα 10% των ασθενών, πολύ συχνότερες οι διαταραχές μνήμης και συγκέντρωσης περίπου στο 1/3 των ασθενών, ενώ δεν είναι σπάνια η εμφάνιση κεφαλαλγίας και ιλίγγων.
– Αιμοποιητικό και ανοσοποιητικό σύστημα: εμμένουσα αύξηση των δεικτών φλεγμονής, αυξημένη πιθανότητα θρομβώσεων καθώς και πιθανή πυροδότηση ή έξαρση αυτοάνοσων νοσημάτων.
Από τα λοιπά συστήματα έχει περιγραφεί τριχόπτωση, αλωπεκία, διαταραχές των ονύχων από το δέρμα, μυαλγίες, αρθρίτιδα, οστεοπόρωση από το μυοσκελετικό σύστημα, καθώς και νεοεμφανιζόμενος σακχαρώδης διαβήτης και χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D από το ενδοκρινικό σύστημα.
Το πιο συχνά αναφερόμενο σύμπτωμα μετά την οξεία λοίμωξη αποτελεί το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης σε ένα 50% περίπου των ασθενών ενώ δεν είναι σπάνιες οι διαταραχές από την ψυχική σφαίρα με συχνότερες την κατάθλιψη και τη διαταραχή άγχους.
Σε κάθε περίπτωση αξίζει να αναφερθεί πως το χρονικό διάστημα υποστροφής των συμπτωμάτων παραμένει ακόμα άγνωστο και η συνολική εικόνα του χρόνιου φορτίου της νόσου COVID-19 θα πάρει μήνες ή και χρόνια να διευκρινιστεί πλήρως.