Στην Τεργέστη στο μεγάλο οίκο εμπορίας ζαχάρεως Αφεντούλη ένα νεαρός λογιστής αντί για καταχωρίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία προτιμούσε να κάνει σκίτσα με βάρκες, πλοία και λιμάνια.
Το αφεντικό του τότε – ο Γεώργιος Αφεντούλης – αντί να τον απολύσει ανέλαβε να τον στείλει στη Βαυαρία για να σπουδάσει ζωγραφική.
Ο νεαρός λογιστής ήταν ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ο οποίος γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, στις 17 Μαρτίου 1837. Ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους του 19ου αιώνα και θεωρείται ο «πατέρας της θαλασσογραφίας».
Οι γονείς του Βολανάκη κατάγονταν από την Βολάνη, ένα μικρό χωριό της περιοχής του Ρεθύμνου. Ο Κωνσταντίνος σπούδασε στο Γυμνάσιο της Σύρου, απ’ όπου αποφοίτησε – χωρίς να πάρει όμως απολυτήριο – το 1856. Την ίδια χρονιά, με παρότρυνση των μεγαλύτερων αδελφών του, πήγε στην Τεργέστη για να δουλέψει ως λογιστής κοντά στον μεγάλο οίκο εμπορίας ζαχάρεως Αφεντούλη.
Ο Αφεντούλης – ο οποίος είχε παντρευτεί την Πολυξένη, την αδελφή του Βολανάκη – εκτίμησε τις καλλιτεχνικές ικανότητες του νεαρού από τα πάμπολλα σκαριφήματα με βάρκες, πλοία και λιμάνια, που ο τελευταίος έφτιαχνε μέσα στις σελίδες των λογιστικών βιβλίων. Έτσι, αντί να τον απολύσει ανέλαβε να τον στείλει στην Βαυαρία για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Karl von Piloty, το 1860.
Η συμμετοχή του Βολανάκη στο διαγωνισμό για την απεικόνιση της «Ναυμαχίας της Λίσσας», που προκήρυξε το 1866 η αυστριακή κυβέρνηση, του χάρισε το 1867 το πρώτο βραβείο για τα σχέδια, που συνοδευόταν από ένα ταξίδι στην Αδριατική για να γνωρίσει τον τόπο της ναυμαχίας.
Τον επόμενο χρόνο το έργο παρουσιάστηκε στην Καλλιτεχνική Έκθεση της Βιέννης και αγοράστηκε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Το 1868 άρχισε επίσης να παίρνει μέρος στις εκθέσεις της Καλλιτεχνικής Εταιρείας του Μονάχου, στις οποίες συμμετείχε και πάλι στα 1869, 1872, 1873, 1877 και 1878, ενώ το 1877 εξέθεσε στο Λονδίνο τη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, που αγοράστηκε από το Υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας.
Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε Στοιχειώδη Γραφική και Αγαλματογραφία ως το 1903, οπότε και παραιτήθηκε για λόγους υγείας.
Παράλληλα δίδασκε στο Καλλιτεχνικό Κέντρο, σχολή ζωγραφικής που ίδρυσε ο ίδιος το 1895 στον Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε μετά την επιστροφή του από το Μόναχο.
Συνεχίζοντας την εκθεσιακή του δραστηριότητα, συμμετείχε στις εκθέσεις της Οικίας Μελά το 1881 και του Παρνασσού, στα Ολύμπια του 1888, στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών το 1903, στην οποία τιμήθηκε με αργυρό βραβείο, στη Διεθνή Έκθεση του Μπορντώ το 1907, στην οποία επίσης βραβεύτηκε, κ.α. Το 1883, εξάλλου, παρουσίασε στα Ανάκτορα τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ενώ το 1889 του απενεμήθη ο Αργυρούς Σταυρός του Σωτήρος.
Αν και ξεκίνησε από την τοπιογραφία, ο Βολανάκης εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες θαλασσογράφους, απεικονίζοντας ναυμαχίες, σκηνές από λιμάνια, καράβια και καΐκια, αλλά και σημαντικά γεγονότα του κοινωνικού βίου. Οι συνθέσεις του, λυρικές και ατμοσφαιρικές, χαρακτηρίζονται από χρωματική αρμονία και επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών και φανερώνουν τη μελέτη της ολλανδικής θαλασσογραφικής παράδοσης. Στα τοπία του διαφαίνονται επιδράσεις της Σχολής της Barbizon και του έργου του Corot, ενώ δεν λείπουν και οι απηχήσεις του γαλλικού ιμπρεσιονισμού.
Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, ο Βολανάκης θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της περίφημης «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο τα ιδιαιτέρως φωτεινά έργα του — όπως π.χ. το γνωστό Πανηγύρι του Μονάχου — δείχνουν κάποιες ιμπρεσιονιστικές τάσεις.
Οι θαλασσογραφίες του Βολανάκη κοσμούν τις επισημότερες αίθουσες της Αυστρίας και της Ελλάδας, ακόμη και του σταθμού του μετρό στον Πειραιά, ενώ κάποιοι άλλοι πίνακές του πωλήθηκαν σε διεθνείς δημοπρασίες για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης πέθανε στον Πειραιά, στις 29 Ιουνίου 1907, σε ηλικία 70 ετών.