Ο άγιος νεομάρτυρας Γεώργιος, ο πολιούχος των Ιωαννίνων, γεννήθηκε το 1808 στο χωρίο Τσούρχλι των Γρεβενών, το οποίο σήμερα προς τιμή του ιερού του βλαστήματος μετονομάστηκε σε «Άγιος Γεώργιος».
Οι γονείς του ήσαν άνθρωποι πτωχοί αλλά ευσεβείς. Ζούσαν από τη γεωργία. Έτσι, δεν κατόρθωσαν να μορφώσουν το γιό τους, στον οποίον όμως μεταλαμπάδευσαν τη φλόγα της χριστιανικής τους πίστεως. Στην ηλικία των 18 ετών ο Γεώργιος στερήθηκε την προστασία των γονέων του, τους οποίους κάλεσε ο Θεός κοντά του, και κατέφυγε στα Ιωάννινα. Εκεί υπηρετούσε ως ιπποκόμος στην υπηρεσία διαφόρων Τούρκων, οι οποίοι ήσαν προύχοντες του τόπου και τον αποκαλούσαν Χασάν Αγά και ειρωνικά κατά την περίοδο του μαρτυρίου του Γκιαούρ Χασάν. Διακρινόταν ο μακάριος για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, την απλότητα του ήθους του και γενικά για τα χριστιανικά του προτερήματα, με τα οποία ήταν κατακοσμημένος, και το ψυχικό του κόσμο, που χαροποιούσε όλους.
Σε αυτή την ηλικία ο Γεώργιος αρραβωνιάσθηκε μια νεαρή χριστιανή, την Ελένη, ενώ υπηρετούσε σε κάποιον ακόλουθο του Εμίν Πασά. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί, γιατί δολίως συκοφαντήθηκε στους Τούρκους ότι, ενώ πριν από χρόνια είχε προσέλθει στον Ισλαμισμό, πάλι επέστρεψε στο Χριστιανισμό. Οδηγήθηκε τότε στη φυλακή των Ιωαννίνων, όπου ομολόγησε ότι ουδέποτε έγινε αρνησίχριστος και, αφού εξετάσθηκε και βρέθηκε απερίτμητος, αφέθηκε ελεύθερος.
Μετά από δυο χρόνια, στο διάστημα των οποίων στεφανώθηκε την Ελένη και απέκτησε και γιο, που αξιώθηκε να τον βαπτίσει τις παραμονές του μαρτυρίου του, στις 12 Ιανουαρίου του 1838, συνελήφθη πάλι από εμπαθείς και φανατικούς Τούρκους. Κατηγορήθηκε εκ νέου ότι, ενώ ήταν μουσουλμάνος, επέστρεψε στο χριστιανισμό, και υποβλήθηκε για έξη ημέρες σε φοβερά βασανιστήρια με σκοπό να αρνηθεί την πίστη του. Ο γενναίος και πιστός αγωνιστής Γεώργιος, που πιεζόταν από πολλούς Χριστιανούς να φυγαδευτεί στην ελεύθερη Ελλάδα, για να σωθεί δεν υπέκυψε στις πιέσεις, ούτε των Τούρκων για να αλλαξοπιστήσει, αλλά ούτε και των ομοθρήσκων του για να διασωθεί, και τελικά υπέστη μαρτυρικό θάνατο με αγχόνη στις 17 Ιανουαρίου.
Απαγχονίστηκε στην αγορά του χάνδακος του μεγάλου Φρουρίου των Ιωαννίνων αναφωνώντας μέχρι τέλους· «Χριστιανός ειμί, ποιήσατέ μοι ει τι δεινόν οίδατε». Το σώμα του μάρτυρος έμεινε κρεμασμένο τρεις ολόκληρες ημέρες φρουρούμενο και καλυπτόμενο τις νύκτες από θείο φως προς έκπληξη και θαυμασμό όλων, χριστιανών και αλλοπίστων. Μάλιστα η απειρόδωρη χάρη του αγίου Πνεύματος θαυμαστώς δόξασε και αυτόν το νεομάρτυρα με πολλά θαύματα, αφού όσοι πήραν κομμάτι από την αγχόνη του ή τα ρούχα του είδαν μεγάλες θεραπείες.
Η εβδομάδα πριν από τον απαγχονισμό του νεομάρτυρα Γεωργίου μας θυμίζει τη Μεγάλη Εβδομάδα, την εβδομάδα των παθών του Θεανθρώπου Ιησού. Οι άνομοι Εβραίοι «απήγαγον τον Χριστόν εις το σταυρώσαι» (Ματ. κζ’ 31)· οι άπιστοι Αγαρηνοί οδήγησαν το νεομάρτυρα Γεώργιο στην αγχόνη. Μια εβδομάδα πέρασε από την θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα μέχρι τη Σταύρωσή του στο Γολγοθά· μια εβδομάδα πέρασε από την ημέρα που ερχόμενος στα Γιάννενα ο Γεώργιος για τη βάπτιση του νεογέννητου γιού του πρωτοσυκοφαντήθηκε από τους Αγαρηνούς μέχρι την ημέρα που κρεμάστηκε μπροστά στη Μεγάλη Πύλη του Κάστρου των Ιωαννίνων. Οι ημέρες του μαρτυρίου του είναι οι έξι τελευταίες ημέρες της πρόσκαιρης ζωής του.
Την Τετάρτη το πρωί στις 11 Ιανουαρίου του 1838 κάποιος Οθωμανός συκοφάντησε το Γεώργιο, ότι ενώ ήταν τούρκος άλλαξε την πίστη του και έγινε χριστιανός. Με την άδικη αυτή συκοφαντία ο νεαρός φουστανελάς συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Στις απειλές των άπιστων με δυνατή φωνή και χωρίς φόβο απαντούσε· «Ποτέ δεν γίνηκα τούρκος, ούτε αρνήθηκα το Χριστό μου. Χριστιανός, και ήμην και αεί ειμί». Στη φυλακή πιέζεται να αρνηθεί την πίστη του, αλλά ως άκμονας πίστεως παραμένει ακράδαντος στην αγάπη του Χριστού. Τη νύκτα οι άπιστοι τον βασανίζουν στη φυλακή απάνθρωπα. Αυτός επιμένει στην πίστη και υπομένει.
Την Πέμπτη το πρωί οδηγήθηκε στον ανακριτή, όπου ξεκινώντας με κολακείες, στις οποίες έμεινε ανεπηρέαστος, υπέμεινε εμπτυσμούς και μαστιγώσεις μιμούμενος του Θεανθρώπου Χριστού τα πάθη και μονολογώντας «Χριστιανός ειμί». Όλη τη νύχτα υπέμεινε με καρτερία βασανιστήρια.
Την Παρασκευή οι άπιστοι του βυθίζουν βελόνια στα νύχια και, αφού τον ξαπλώνουν κάτω στη γη, του βάζουν μεγάλες και ασήκωτες πέτρες στο στήθος. Αυτός αντέχει και δοξολογεί το Χριστό, που τον αξιώνει να μαρτυρήσει για την αγάπη του.
Το Σάββατο οδηγήθηκε πάλι στον ανακριτή, όπου μαζεύτηκαν πολλοί Οθωμανοί, για να δουν την έκβαση του μαρτυρίου του. Του προτάθηκε να αλλαξοπιστήσει και να του κάνουν μεγάλες τιμές, ειδ’ άλλως θα τον θανατώσουν. Ο μακάριος Γεώργιος με δυνατή φωνή και ηρωικό φρόνημα τους καθηλώνει λέγοντας: «Χριστιανός και ήμην απ’ αρχής, Χριστιανός είμι και έσομαι μέχρι τελευταίας μου πνοής». Τρεις φορές παρουσιάσθηκε στον κριτή και τις τρεις έδωσε την ίδια απάντηση. Τότε έβγαλε ο κριτής την απόφαση της θανατικής καταδίκης.
Την Κυριακή ο γενναίος νεομάρτυρας οδηγήθηκε στον ανθύπατο (Καχαγιάμπεη),όπου αν και απειλήθηκε, δεν ενέδωσε. Από εκεί οδηγήθηκε στον Διοικητή Μουσταφά Πασά, ενώπιον του οποίου ο Γεώργιος ομολόγησε το Σωτήρα Χριστό.
Τη Δευτέρα το πρωί, γύρω στην έκτη ώρα της ημέρας, οδηγήθηκε στην αγορά του χάνδακος του μεγάλου φρουρίου, όπου και τον κρέμασαν, μέχρι τέλους φωνάζοντας «Χριστιανός ειμί, ποιήσατέ μοι είτι δειvόv οίδατε».
Το ευωδιάζον μαρτυρικό σκήνωμα του Γεωργίου δωρήθηκε στο Μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο οποίος το έθαψε έξω από το Ιερό Βήμα του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Αθανασίου. Έκτοτε ο τάφος αυτός πολλά θαύματα επιτελούσε σε αυτούς που με πίστη τον προσκυνούσαν και ζητούσαν τη βοήθεια και την αρωγή του Άγιου.
Το επόμενο έτος του μαρτυρίου του, δηλαδή το 1839, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Στ’ ανακήρυξε επίσημα το φουστανελοφόρο νεομάρτυρα Γεώργιο «αληθή μάρτυρα του Χριστού».
Πανηγυρικώς τα ιερά και θαυματόβρυτα λείψανά του ανακομίσθηκαν στις 26 Οκτωβρίου του 1971 και κατατέθηκαν στο φερώνυμο του γενναίου αθλητού ναό, ο όποιος κοσμεί την πόλη των Ιωαννίνων.
Τα πρώτα θαύματα μετά το μαρτύριο του Αγίου
«Μια Τούρκα (Τουρκάλα) άρπαξε την κάλτσα από το πόδι του αγίου και έτρεξεν εις μίαν άρρωστη Τούρκα, ήτις εθεραπεύθη αμέσως». Γι’ αυτό και στις εικόνες ο άγιος εικονίζεται κρεμασμένος και φορώντας κάλτσα μόνο στο ένα πόδι, η πρώτη μάλιστα εικόνα του (αυτή εδώ) φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις ημέρες μετά το μαρτύριό του (από εδώ).
Τρεις ημέρες παρέμεινε το μαρτυρικό σώμα του γενναίου αθλητού της πίστεως Γεωργίου στην αγχόνη. Εκεί, δίπλα στην πύλη του κάστρου, στο πιο κεντρικό σημείο της πόλεως, για να μπορέσουν να το δουν όλοι. Και πράγματι μικροί και μεγάλοι, συγκλονισμένοι ή και περίεργοι έτρεχαν να δουν τον τριαντάχρονο λεβέντη της χριστιανοσύνης, τον μάρτυρα της πίστεως. Για τους Τούρκους ήταν παράδειγμα απονομής δικαιοσύνης σε κάποιον που έλεγαν ότι προσέβαλε την πίστη τους. Για τους Χριστιανούς ήταν ακόμη μια θυσία για του Χριστού την πίστη την αγία και ένοιωθαν διπλά αισθήματα· θλίψη γιατί ο τουρκικός ζυγός παρέμενε άδικος και μοχθηρός, ενώ λίγο παρακάτω υπήρχε ελεύθερη Ελλάδα, και χαρά, γιατί αυτή η θυσία έδειξε τη δύναμη του Χριστού και τα μεγάλα κατορθώματα της πίστεως.
Δεν θέλησε όμως ο Θεός να μείνει χωρίς δόξα ο καλλίνικος αθλητής Του. Αυτός που είπε: «Τους δοξάζοντας με δοξάσω» πλημμύρισε με ουράνιο φως από το πρώτο βράδυ το μαρτυρικό σώμα που βρισκόταν κρεμασμένο στην αγχόνη.
Το Θαβώριο φως της Μεταμορφώσεως, που τύφλωνε τους προκρίτους των μαθητών του Χριστού μας και ανάγκασε τον πρωτοκορυφαίο Πέτρο να σκεπάσει το πρόσωπό του πέφτοντας κάτω, φώτιζε όλους τους περαστικούς, και τους μεν ευσεβείς θέρμαινε και φώτιζε, τους δε απίστους κατέκαιε με τις πυρφόρες ακτίνες του. Οι Τούρκοι φύλακες ομολόγησαν ότι έβλεπαν κάθε νύχτα ένα φως που κατέβαινε στο κεφάλι του νεομάρτυρα Γεωργίου σαν χρυσό στεφάνι και ενώ απορούσαν παρέμεναν στην απιστία τους και θεωρούσαν τα συμβάντα σατανικά.
Όταν προσπαθούσαν να πλησιάσουν το φως εκείνο απομακρυνόταν και έτσι προσπάθησαν να το διώξουν οι ταλαίπωροι, αν είναι δυνατόν, και μαζί του τη δόξα του Θεού πυροβολώντας το. Το θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία και πολλοί έσπευδαν να το δουν. Την τρίτη ήμερα κάποιοι συνάδελφοι του μάρτυρος ιπποκόμοι ζήτησαν την άδεια να πάρουν το άγιο σκήνωμα να το θάψουν και για να το επιτύχουν δωροδόκησαν το φιλάργυρο Μουσταφά Νουρή Πασά. Έτσι το απόγευμα της 19ης Ιανουαρίου ξεκρέμασαν το μαρτυρικό σώμα και διαπίστωσαν ότι, παρά το δριμύτατο κρύο αυτό διατηρούσε τη θερμοκρασία του και ήταν μαλακό και εύκαμπτο και καθόλου μελανιασμένο, λες και ο απαγχονισμός είχε γίνει λίγη ώρα νωρίτερα.
Mε ευλάβεια, δέος και συντριβή εξ αιτίας και αυτού του θαύματος, το κατέβασαν σε βάρκα που περίμενε στην τάφρο του Κάστρου και με μεγάλη προφύλαξη ακολουθώντας τα νερά της λίμνης το μετέφεραν στο Ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου το σαβάνωσαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας και το έθαψαν με χριστιανική μεγαλοπρέπεια.
Στην εξόδιο ακολουθία προεξήρχε ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ, ο οποίος είχε την πεποίθηση ότι κήδευε έναν Άγιο της Εκκλησίας μας. Το γενναίο φουστανελά ενταφίασαν με τιμές έξω από το αριστερό παραπόρτι του Αγίου Βήματος εκεί που βρίσκεται μέχρι σήμερα ο χαριτόβρυτος τάφος του.
Όσοι πιστοί πήραν κομμάτια από την τριχιά της αγχόνης του νεομάρτυρα ή από το πανί του εσωρούχου του για ευλογία είδαν αμέτρητα θαύματα, αφού αυτά η χάρη του Θεού τα έκανε δοχεία ιαμάτων. Το ίδιο συνέβη και με το ζωνάρι του καθώς και με την κάλτσα του, όπως διηγήθηκαν αξιόπιστα πρόσωπα από τα Τρίκαλα.
Την ώρα που το λείψανο του Αγίου βρισκόταν στο Ναό, πριν την εξόδιο Ακολουθία, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιωακείμ ο Χίος κάλεσε τον πρωτοψάλτη του Μητροπολιτικού Ναού Πέτρο Γεωργιάδη, που ήταν και ζωγράφος, να ζωγραφίσει την εικόνα του Αγίου. Αυτός αφού άγγιξε όλο το μαρτυρικό σώμα, το πρόσωπο και τον τράχηλο του μάρτυρος και έκανε ένα προσχέδιο, έτρεξε στο σπίτι του χωρίς να πλύνει τα χέρια του και πλησίασε την ετοιμοθάνατη από υδρωπικία μητέρα του, της οποίας οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες ζωής. «Μην απελπίζεσαι» της είπε, «θα σε αγγίξω με τα χέρια που άγγιξαν τον Άγιο Γεώργιο και είμαι βέβαιος ότι θα θεραπευθείς». Έτσι και έγινε. Σε λίγες ημέρες η άρρωστη σηκώθηκε και βγήκε στη γειτονιά, όπου οι γείτονες, που γνώριζαν τη σοβαρότητα της ασθενείας της δόξαζαν το Θεό και το νεομάρτυρα του Γεώργιο.
Κάποια άλλη Γιαννιώτισσα, Ελένη στο όνομα, είχε δύο παιδία που υπέφεραν πολύ από πυρετό για έξι μήνες. Οι γιατροί δεν έδιναν ανακούφιση ή ελπίδα και γι αυτό την διακατείχε μεγάλη θλίψη. Μια ημέρα είδε στο όνειρό της ότι βρισκόταν στην αυλή του Μητροπολιτικού Ναού κοντά στον τάφο του Αγίου γύρω από τον οποίο ήταν πολλά νέα κορίτσια. Ένα από αυτά τη φώναξε με το όνομά της και της είπε: «Πάρε, Ελένη, λάδι από την κανδήλα του Αγίου, άλειψε τα παιδιά σου και γίνουν καλά». Όταν ξύπνησε πήγε με ευλάβεια στον τάφο, πήρε λάδι και άλειψε με αυτό τους άρρωστους γιους της που αμέσως θεραπεύθηκαν.
Άλλη γυναίκα από τα Καστανοχώρια, Σταμάτω στο όνομα, που είχε δύο μήνες παράλυτο το δεξί της χέρι, όταν άκουσε για τη θαυματουργική δύναμη του νεομάρτυρα ξεκίνησε με ευλάβεια μαζί με τον πατέρα της και τον πεθερό της. Ήταν Σάββατο απόγευμα και διανυκτέρευσαν δίπλα στον τάφο προσευχόμενοι. Αργότερα η άρρωστη ξάπλωσε στο πλάι του τάφου να ξεκουραστεί και όταν σηκώθηκε ήταν εντελώς υγιής. Την πήραν οι δικοί της και έφυγαν χαρούμενοι δοξάζοντας το Θεό.
Ημέρα με την ημέρα η θαυματουργική χάρη του Αγίου Γεωργίου επισκίαζε όλη τη γύρω των Ιωαννίνων περιοχή και όλοι όσοι είχαν προβλήματα υγείας έσπευδαν στο νέο αυτό ιατρό και λάμβαναν την υγεία τους. Τα θαύματά του τον πρώτο μόλις χρόνο μετά το ηρωικό του μαρτύριο καταγράφηκαν, για να καταδείξουν σε όλους ότι «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού», ότι «τοις Αγίοις τοις εν τη γη Αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος».
Επίσης να αποδείξουν τη συνεχή παρουσία του Αγίου στην πόλη του μαρτυρίου του και σ’ όλη τη γύρω της περιοχή καθώς και την παρρησία του στο θρόνο της Χάριτος. Έτσι περπάτησε ο παράλυτος Ευστάθιος από το Ζαγόρι, η σύζυγος του Αναγνώστη Οικονόμου από τη Βήσσανη, η Χάιδω από την Καστανιά και ο εικοσιπεντάχρονος Δημήτριος από την Άρτα· οκτάχρονο μουγκό παιδί από τα χωριά των Ιωαννίνων βρήκε τη φωνή του· η βαρυαλγούσα Αικατερίνη από τα Πράμαντα ανακουφίστηκε από τους πόνους· η δωδεκάχρονη επιληπτική κοπέλα από το Μέτσοβο καθώς και η Αικατερίνη, κόρη του Ιωάννη Κολιού από το Ρωμανό Σουλίου απαλλάχθηκε από τη φοβερή ασθένεια· η Σταυρινή από το Γκρίμποβο με δερματική νόσο καθαρίσθηκε και κάποιος Κωνσταντίνος με φοβερούς πόνους για τρία χρόνια από το χωριό Βουλιαράτες της Δρυϊνουπόλεως θεραπεύθηκε, και γύρισε πίσω στο χωριό του υγιής δοξάζοντας το θεραπευτή του Άγιο.
(Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Ο Φουστανελλάς Γεώργιος, ο Νεομάρτυς πολιούχος των Ιωαννίνων, Αθήνα 2008- αποσπάσματα)