Σάββατο 23.11.2024
More

    Ο Σύλλας Τζουμέρκας από το Μεσολόγγι στη Θάλασσα των Σαργασσών

    Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Σύλλας Τζουμέρκας εξηγεί ποιες είναι οι προθέσεις και επιδιώξεις του με το «Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών», αναλύει, χωρίς σπόιλερ, τους δύο γυναικείους πρωταγωνιστικούς ρόλους και αποκαλύπτει τη φύση και το ύφος της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας του.

    Το «Θαύμα», πολύ απλά, γιατί το έκανες; Η έναρξη της ταινίας αυτής είναι το τοπίο στο Μεσολόγγι, που η Γιούλα Μπούνταλη (σ.σ. η συνσεναριογράφος και πρωταγωνίστρια στην ταινία) κι εγώ το γνωρίζαμε από παλιά, καθώς η μητέρα της ήταν από κει και πηγαίναμε συχνά από τα φοιτητικά μας χρόνια, καθώς και η ιστορία των χελιών, δηλαδή η διαδρομή τους από το Μεσολόγγι στη Θάλασσα των Σαργασσών, κατά τη σεξουαλική τους ωριμότητα και τη φάση της αναπαραγωγής, και η μεταμόρφωσή τους από πλάσματα του γλυκού νερού σε πλάσματα του θαλάσσιου, με το σώμα τους να αλλάζει και να ανοίγεται στον ωκεανό πλέον. Αυτό μάς φάνηκε μια συναρπαστική εκκίνηση.

    Μετά γεννήθηκαν οι δύο γυναικείοι χαρακτήρες, η Ρίτα και η Ελισάβετ. Με το που συλλάβαμε αυτές τις δύο, προσωπικά ήξερα πως ήθελα να γυρίσω μια ταινία πάνω τους. Κάτι που για μένα είναι πολύ σημαντικό είναι πως αυτή η ταινία εμπεριέχει τις σκηνές των χριστολογικών οραμάτων, κάτι που πολύ οργανικά μού έδινε το δικαίωμα να γυρίσω τη δική μου Γέννηση, τη δική μου Ανάσταση, στην ουσία να γίνω μέρος αυτού που λέμε «Christ Film» – αυτό που πάντα επιθυμούσα.

    — Οι χριστολογικές «εμφανίσεις» πώς προέκυψαν;

    Δεν είναι εμβόλιμες. Γεννήθηκαν από τον χαρακτήρα της Ρίτας, η οποία είναι σιωπηλή, πιστή, εκκλησιάζεται, μιλάει με τον παπά της ενορίας της και βλέπει οράματα. Στον ονειροχώρο της ταινίας (αυτό το ασταθές dreamspace) τα συγκεκριμένα οράματα τα μοιράζονται οι δύο γυναίκες. Γενικότερα, τα ερωτικά όνειρα, τα όνειρα της φύσης και τα όνειρα χριστολογικού χαρακτήρα επικοινωνούν με τις γυναίκες και σταδιακά και με άλλους χαρακτήρες μέσα στο φιλμ, εν τέλει και μ’ εμένα, αλλά και με το οπτικό σύμπαν που συνθέτει το Θαύμα. powered by Rubicon Project

    — Σε ανύποπτο χρόνο, πριν από την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου, μου είχες πει πως το σενάριο αυτό είναι ιδιαιτέρως σφιχτό, αεροστεγές σχεδόν. Έτσι είναι όλα τα σενάριά σου; Σε ρωτώ γιατί η σκηνοθεσία σου είναι πάντα έντονη. Είναι έτσι επειδή τα σενάριά σου σού επιτρέπουν να ξανοιχτείς οπτικά;

    Γενικότερα, φτιάχνω μια σκληρή σπονδυλική στήλη στο στόρι και τους διαλόγους και αφήνω μια μεγάλη ελευθερία. Για παράδειγμα, στην Έκρηξη, επειδή ο γυναικείος χαρακτήρας τοποθετούνταν σε διαφορετικά χρονικά σημεία, η ελευθερία στο γύρισμα, στο μοντάζ και στην υποκριτική ήταν δεδομένη. Η Χώρα Προέλευσης είχε να κάνει με την καλειδοσκοπική διαπλοκή πάρα πολλών προσώπων. Το στοιχείο του θρίλερ στο Θαύμα μού άνοιξε πολλούς δρόμους στη σύνθεση, και στο οπτικό κομμάτι αλλά και στις ερμηνείες. Κάπως έτσι στήνω τις ταινίες μου: σκληρός αρμός αρχικά και στη συνέχεια χώρος για μεγάλη έρευνα και ελευθερία.

    — Με τόσο ανάγλυφο το πνεύμα της έκρηξης που διαπνέει τις ταινίες σου, μοιάζεις με closeted λάτρης της περιπέτειας.

    Καθόλου closeted, δηλωμένος!

    — Τι εννοώ; Θα μπορούσες κάλλιστα να κάνεις genre ταινίες, αν και τελικά γυρίζεις υπαρξιακά δράματα με μεγάλη ανάγκη έκφρασης δράσης και περιπέτειας. Αν μου έλεγες πως στην αγαπημένη δεκάδα των ταινιών σου οι περισσότερες είναι περιπέτειες, δεν θα μου φαινόταν παράξενο.

    Σίγουρα, μία από τις αγαπημένες μου είναι το Sorcerer του Γουίλιαμ Φρίντκιν. Κοίτα, προσπαθώ, και στη ζωή και στο σινεμά, και στο σώμα και στο πνεύμα, να μην υπάρχει η θεωρία χωρίς την πράξη. Γι’ αυτό και στις ταινίες μου υπάρχει πάντα ο διάλογος ανάμεσα στο πνεύμα και τη δράση. Στην επιφάνειά τους οι ταινίες μου έχουν κάτι αδρεναλινικό που προέρχεται από το σινεμά είδους. Ακόμα περισσότερο στο Θαύμα, όπου το ψυχικό ταξίδι των ηρωίδων είναι πολύ μεγάλο, η βάση είναι το θρίλερ. Εμένα αυτός ο συνδυασμός μού αρέσει. Το λέει πολύ ωραία ο Ρεμπό, πως, αν κάτι δεν περάσει από το σώμα, δεν υπάρχει.

    — Πώς ερμηνεύεις τις δικές σου ηρωίδες που συναντήθηκαν μετά από πολλά βάσανα σε αυτήν τη μετα-metoo περίοδο, που δεν είμαι σίγουρος πόσο έχει ακουμπήσει την ελληνική κοινωνία;

    Στην ταινία, όπου δηλώνονται έντονα πολλά πατριαρχικά συνθήματα, η δυνατότητα να πετύχουν αυτό που πραγματικά θέλουν και μπορούν να κάνουν οι δυο ηρωίδες, δηλαδή να ζουν στον κόσμο που επιθυμούν, βάλλεται αλύπητα. Βρίσκονται κολλημένες και με τα δυο πόδια σε έναν βούρκο. Αυτές, αλλά και αντρικοί και queer χαρακτήρες της ταινίας, αδυνατούν να φτάσουν σε ένα μέρος όπου θα ήθελαν να ζουν και θα μπορούσαν να αναπνέουν καλύτερα, επειδή κάποιοι τούς κρατούν πίσω.

    Για να καταφέρουν να βγουν από κει, παλεύουν και συγκρούονται μέχρι να τρέξει αίμα. Ωστόσο, δεν χάνουν ποτέ και σε καμία κατάσταση την έννοια της ελεύθερης βούλησης. Ουσιαστικά, βρίσκονται σε τραγωδίες της ελεύθερης βούλησης, μέσα σε αυτά τα συστήματα. Συνεπώς, πρέπει να παλέψουν πολύ και με τον εαυτό τους, όχι μόνο με το έξω. Σε αυτήν, όπως και σε όλο το έργο μου, υπάρχει κάτι με έναν τύπο άντρα άνω των 55, ο οποίος δρα ανεξέλεγκτος σε όλα τα επίπεδα, και με τον οποίο οι ταινίες μου τα έχουν βάλει από πολύ νωρίς – ήδη από τη Χώρα Προέλευσης. Έχω βία μέσα μου γι’ αυτά τα πρόσωπα που αισθάνονται το είδος του δικαιωματισμού που μου είναι απόλυτα απεχθές.

    — Άντρες εξουσιαστικοί;

    Δεν είπα αυτό. Ανέφερα τον δικαιωματισμό (entitlement). Και όλοι γνωρίζουμε για ποιο πράγμα μιλώ. Είναι οι χαρακτήρες που εμφανώς συμπαθώ λιγότερο στις ταινίες μου, και στις ταινίες γενικά. Είναι πολύ δύσκολο για έναν άντρα να μεγαλώνει κομψά.

    — Μάλιστα. Είναι μήπως αυτός ο λόγος που προσδίδεις οργή στους γυναικείους χαρακτήρες των ταινιών σου;

    Δεν σκέφτομαι ποτέ τους γυναικείους χαρακτήρες των ταινιών μου αποκλειστικά ως γυναικείους όταν τους γράφω. Θα μπορούσαν να παίζονται από άντρες. Για μένα το φύλο δεν έχει τόση σημασία σε αυτό το επίπεδο. Νομίζω πως γι’ αυτό οι γυναίκες στις ταινίες μου διακατέχονται απ’ όλα τα συναισθήματα, από την οργή και τη σύγκρουση μέχρι την απελπισία και τη χαρά, διατηρώντας πάντα τον έλεγχο της σεξουαλικότητάς τους.

    — Για να μην αποκαλύψω πολλά, η κλιμάκωση στο «Θαύμα» δεν φλερτάρει ακριβώς με την τρυφερότητα. Τι ρόλο παίζει το σεξ στην ταινία σου;

    Σε όλες τις ταινίες μου πάντα υπάρχει το στοιχείο του σεξ, που, μαζί με τη θρησκευτικότητα και τη φύση, είναι από τα αγαπημένα μου, γι’ αυτό και καταλαμβάνουν πολύ χώρο. Ειδικά σ’ αυτήν η φύση, που έμεινε πίσω στις προηγούμενες ταινίες, και επειδή ήμουν στενοχωρημένος – τώρα το διόρθωσα! Αυτές οι τρεις δυνάμεις χτυπάνε εμένα, τον θεατή και όλους τους συμμετέχοντες, χαμηλά.

    Διαθέτουν εκφραστική δύναμη αμιγώς κινηματογραφική. Δίνω χώρο σε αυτές τις περιοχές για να περάσουν από εκεί οι χαρακτήρες και να δείξουν αυτό που είναι ή το πώς αλλάζουν. Το χαρακτηριστικό στο Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών είναι η μεγάλη σεξουαλική ρευστότητα των προσώπων, που, μαζί με την κοινωνική και την πνευματική αστάθεια, κάνει τους χαρακτήρες πολύ πλούσιους.

    — Η Ελισάβετ, που ενσαρκώνει η Αγγελική Παπούλια, ένστολη αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας που μετατίθεται δυσμενώς και το φέρει βαρέως, μοιάζει ασυνήθιστη για την ελληνική πραγματικότητα.

    Βασίζεται σε πραγματικό πρόσωπο, αν και την τοποθετούμε σε άλλο σώμα. Είναι μια γυναίκα λιγότερο εξωτική απ’ όσο νομίζουμε, έχει πάρα πολύ χιούμορ, μεγάλη μοναξιά, μεγαλώνει άλλοτε με τρόπο πεταμένο στο πάτωμα κι άλλοτε υπερ-περήφανο, είναι φοβερή single μαμά με τον έφηβο γιο της, πολύ κυνική και εξίσου αστεία, κι επίσης ένα πρόσωπο πολύ ικανό με τον τρόπο του. Προσωπικά, τη λατρεύω και τη θαυμάζω. Μου αρέσει η βία, το χιούμορ της, η γκρίζα ζώνη και η αίσθηση δικαίου που έχει και δεν συμπίπτει καθόλου με τη δημόσια ή του γράμματος του νόμου, δηλαδή πράγματα ανέφικτα ή εφιαλτικά, αλλά με ένα πιο ενστικτώδες, αληθινό και βαθύ αίσθημα μέσα της, το οποίο δεν χάνει ποτέ στην ταινία.

    Η Αγγελική Παπούλια έχει ένα απαράμιλλο θάρρος με το οποίο μπαίνει στους ρόλους – και στη Μαρία, στην Έκρηξη, και εδώ. Βγάζει το χιούμορ και όλη την τρέλα του χαρακτήρα. Αυτό που έχει πετύχει με την Ελισάβετ είναι πως μέσα στη σκληρότητα και το white trash του χαρακτήρα, κάτω από τη στολή, κυριολεκτικά και μεταφορικά, που σχεδιάσαμε με τη Μάρλα Αλιφέρη, το στοιχείο του ευάλωτου δεν χάνεται ποτέ, κάτι πολύ δύσκολο υποκριτικά.

    — Ενώ ο χαρακτήρας της Ρίτας ανήκει περισσότερο στη Γιούλα Μπούνταλη, που τον υποδύεται;

    Μαζί τον γράψαμε. Και οι δύο βάζουμε δικά μας πράγματα σε όλους τους χαρακτήρες. Ανακατεύουμε βιώματα, προσωπικά στοιχεία ή εντελώς ξένα κομμάτια, και διαχωρίζουμε τους χρόνους και τις αρμοδιότητες – ποτέ δεν μπλέκουμε τη λειτουργία του ηθοποιού με αυτήν του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη. Μετά, μπορούμε να αφήνουμε πίσω το σενάριο και να ξανασυναντιόμαστε με έναν φρέσκο τρόπο, άλλη δυναμική. Με τα χρόνια αποκτήσαμε μεγάλη ευκολία και απολαμβάνουμε τη συνεργασία μας. Ως ηθοποιός έφερε πολύ φυσική δύναμη και εμπλούτισε τη Ρίτα.

    — Το Μεσολόγγι το απέδωσες εξωγήινα και κορεσμένα, απλωμένο και αγνώριστο, τουλάχιστον στους περαστικούς από αυτόν τον τόπο. Χωρίς να το προδώσεις νομίζω, διατηρώντας τα στοιχεία της κοινωνίας, τις γωνιές της γοητείας, αλλά και τη νύχτα και την παθογένειά της, ενδεχομένως…

    Το Μεσολόγγι έχει τα χαρακτηριστικά όλων των μικρών πόλεων παγκοσμίως. Έχει τα θέματά του. Η ιστορική ιδιαιτερότητα υπάρχει μέσα από τον χαρακτήρα του Χρήστου Πασσαλή, του Μανώλη του τραγουδιστή, ημιδιασημότητας τύπου Eurovision στις αρχές του 2000, που ξεπέφτει λίγο πριν από τα 40 του, μένει μαζί με τη μάνα του και τραγουδά στο τοπικό σκυλάδικο ως ντόπιο demi celebrity. Ωστόσο, στο Μεσολόγγι με τράβηξε περισσότερο η φύση γύρω από την πόλη. Έχει έναν μυστικισμό σπάνιο για ελληνικό τοπίο, περνώντας από βάλτους σε έρημο, επιστρέφοντας στους βάλτους, στον Αχελώο, σε παράκτια παραπήγματα, σε περιοχές με ελεύθερα ζώα… Μιλάμε για ονειρική έκρηξη, ένα μείγμα μεγάλης βρομιάς και παραδείσιας ομορφιάς. Υπάρχει μια υποσυνειδησιακή έκρηξη στη γύρω φύση. Έτσι, μπορείς να φτιάξεις ονειροχώρο, χωρίς εφέ ή βεβιασμένες κινήσεις.

    — Ως δειγματοληψία της Ελλάδας, αν μας ζητηθεί να την περιγράψουμε σε ψαγμένους ταξιδιώτες ή αφοσιωμένους μελετητές: ποτέ αυθεντικά ειδυλλιακή ή αμιγώς βρόμικη. Εκεί που βλέπεις μια ασχήμια, ανοίγεται μπροστά σου κάτι άμωμο που σε αφήνει έκπληκτο.

    Συμφωνώ απόλυτα. Και οτιδήποτε είναι αμιγώς ειδυλλιακό είναι κατά βάση αφόρητο. Ούτε στη Σκανδιναβία είναι έτσι τα πράγματα, εκτός αν βρίσκεσαι στο midsummer. Τι να πω, εγώ έχω μεγαλώσει μεταξύ Νισύρου και Θεσσαλονίκης και αγαπώ πραγματικά το λούμπεν στη φύση, το οποίο και γνωρίζω από μικρός. Ό,τι πιο όμορφο.

    — Όλο αυτό το φυσικό σκηνικό και η σύγκρουση, όπως εξελίσσονται στην πλοκή, μας παραπέμπουν στο γουέστερν, ένα αγαπημένο υποείδος που συμβολικά εκφράζεται στο σύγχρονο σινεμά με πολλές μορφές.

    Η βάση της ταινίας είναι το νεο-γουέστερν, όπως το Chase του Άρθουρ Πεν με τον Μάρλον Μπράντο, με τον τρόπο που μια κοινότητα χορεύει γύρω από έναν δραπέτη. Ή ακόμα και το Nashville του Ρόμπερτ Άλτμαν – δηλαδή ταινίες που φέρνουν το σύγχρονο community πόλεων. Θα έλεγα πως βρίσκεται πιο κοντά στο πνεύμα των ταινιών του Κλιντ Ίστγουντ.

    — Έχω την εντύπωση πως το ελληνικό σινεμά εξακολουθεί να είναι το άθροισμα των ξεχωριστών περιπτώσεών του.

    Έτσι είναι η κινηματογραφία παγκοσμίως.

    — Ωστόσο, αν υπάρχει μια πιο ανθηρή, και οικονομικά υποστηριζόμενη βιομηχανία, είναι πιο εύκολο να παρατηρήσεις ρεύματα και συμπαγές ύφος σε γενιές κινηματογραφιστών.

    Συμφωνώ, βασικά. Και σ’ εμένα και στο σινεμά γενικότερα παρατηρώ μόνο προσωπικές διαδρομές. Αυτές μού είναι πιο σαφείς. Οπωσδήποτε υπάρχει μια γενιά Ελλήνων κινηματογραφιστών που μετά το 2008-10 κάναμε τις πρώτες ή δεύτερες ταινίες μας, οι οποίες άνοιξαν με έναν συγκεκριμένο τρόπο στο εξωτερικό. Αυτό το καταλαβαίνω χρονολογικά περισσότερο. Τα στοιχεία του κοινού ύφους έχουν ίσως να κάνουν με τη χώρα, τη συνθήκη ή την ανταλλαγή μεταξύ των ανθρώπων. Αλλά και στην ποίηση συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Για μένα οι τέχνες είναι πεδία μεγάλης προσωπικής ελευθερίας, αλλιώς δεν έχουν νόημα, μιλάμε για άλλα πράγματα, που με κάνουν να πλήττω κιόλας. Ενώ για τη δημιουργική ελευθερία του καθενός «ψήνομαι» πολύ.

    — Σου έχουν πει στο εξωτερικό, με αφορμή την προβολή των ταινιών σου σε φεστιβάλ, πράγματα για τις ταινίες σου που διαφέρουν από τα εδώ σχόλια και ενδεχομένως σου έχουν φανεί διαφωτιστικά για τις προθέσεις και το έργο σου;

    Δεν θα διαχώριζα το κοινό τόσο πολύ σε ελληνικό και ξένο. Καταλαβαίνω ότι για έναν θεατή η ταινία που μιλά τη δική του γλώσσα δημιουργεί μια μεγαλύτερη ένταση. Από κει και πέρα, η Έκρηξη άρεσε περισσότερο έξω, ενώ η Χώρα Προέλευσης περισσότερο στην Ελλάδα, ίσως γιατί δεν προβλήθηκε εκτός της χώρας μας όσο η Έκρηξη. Στην Κορέα, οι ταινίες μου περνάνε ζάχαρη. Αυτό το σινεμά τούς φαίνεται οικείο.

     

    Sourcelifo.gr

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ