Η συνήθης πρακτική στα ορεινά χωριά και δη στα βλαχοχώρια της Πίνδου, για τους μόνιμους κατοίκους ώστε να έχουν στη διάρκεια του έτους το δικό τους χοιρινό κρέας για την επιβίωση της οικογένειάς τους, ήταν να εκτρέφουν οικόσιτα, ένα ή δύο γουρούνια.
Η τροφή άλλωστε για τα οικόσιτα γουρουνάκια βρισκόταν είτε στο πλούσιο φυσικό περιβάλλον και στους καρπούς που αυτό έδινε απλόχερα είτε με πιο παραδοσιακές τροφές που υπήρχαν στο σπίτι, όπως το τυρόγαλο. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή από τις αρχές Νοεμβρίου και έπειτα πριν ξεκινήσουν οι μεγάλες χιονοπτώσεις, σε χωριά όπως η Φούρκα τηρούνταν με ευλάβεια το έθιμο της «γουρουνοχαράς», που ήταν το σφάξιμο του ζώου, ο τεμαχισμός του και η διαδικασία για την αξιοποίηση κάθε τμήματός του. Μόνο το στομάχι του ζώου δε χρησιμοποιούνταν.
Όλα τα υπόλοιπα μέρη του ζώου αξιοποιούνταν και αποθηκεύονταν συνήθως ως παστό κρέας, ενώ οι νοικοκυρές έφτιαχναν και διατηρούσαν στα κατώγια τα λουκάνικα, και αξιοποιούσαν το λίπος για τις ξακουστές τσιγαρίδες. Τα σπίτια όμως στα χωριά εγκαταλείφθηκαν, το μεγάλωμα του γουρουνιού σε κάθε σπίτι έγινε κάτι μεμονωμένο έως σπάνιο και το έθιμο της «γουρουνοχαράς» αφέθηκε σταδιακά στη λήθη. Ο Σύλλογος Φουρκιωτών Ηπείρου – Θεσσαλονίκης όμως, επιχείρησε και το κατάφερε στο μέγιστο βαθμό να αναβιώσει το έθιμο της «γουρουνοχαράς», διοργανώνοντας μία γιορτή αντίστοιχη σε κάποιο βαθμό, με αυτή που γινόταν σε κάθε σπίτι του χωριού πριν από δεκαετίες.
Έτσι, την Κυριακή 27 Οκτωβρίου σε ένα τριήμερο που και η Φούρκα όπως και τα γειτονικά χωριά κατακλύστηκαν από κόσμο, σε μία ηλιόλουστη ημέρα στο κέντρο του χωριού το έθιμο αναβίωσε για πρώτη φορά για όλους, κατοίκους, ετεροδημότες και επισκέπτες, με πρωτοβουλία και έξοδα του Συλλόγου και με την αμέριστη βοήθεια των γυναικών που έζησαν και βίωσαν από τα παιδικά τους χρόνια το έθιμο.
Το χοιρινό κρέας μοιράστηκε σε μεγάλες ποσότητες σε όλους βρασμένο και σε τηγανιά, επίσης και οι τσιγαρίδες, ενώ οι παρευρισκόμενοι είχαν τη δυνατότητα να δουν πως φτιάχνεται το παραδοσιακό χωριάτικο λουκάνικο από το αρχικό μέχρι το τελικό στάδιο της αποθήκευσής του στο κατώγι του σπιτιού, για διάστημα τουλάχιστον 15 ημερών ώστε να στεγνώσει και έπειτα να μπορεί να καταναλωθεί.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου Γιώργος Ράδος εξέφρασε τις θερμές του ευχαριστίες προς όλους εκείνους που βοήθησαν ώστε να αναβιώσει το έθιμο της «γουρουνοχαράς» με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές παιδιών, με τα μικρότερα σε ηλικία να μην το έχουν προλάβει για να το βιώσουν και να συμμετέχουν. «Αυτός ήταν ο λόγος που το σκεφτήκαμε και το οργανώσαμε με συμπαραστάτες την κα Ζωή Φράγκου και την κα Ζωή Ξεριά αλλά και τον Ζώη, το παιδί του χωριού για όλες τις δουλειές που μας βοήθησε.
Η «γουρουνοχαρά» δεν ήταν το έθιμο, αλλά ήταν μία συνήθης διαδικασία που εξασφάλιζε την επιβίωση της οικογένειας μέσα από την επάρκεια χοιρινού κρέατος για τον επόμενο χρόνο. Εμείς θελήσαμε να το παρουσιάσουμε ως έθιμο για να το γνωρίσουν και οι επόμενες γενιές», ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Ράδος.
Ακολούθησε ένα ημερήσιο γλέντι στο κέντρο του χωριού υπό τους ήχους της παραδοσιακής μουσικής που κράτησε μέχρι το βράδυ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ