Αποκάλυψη τετράκογχου παλαιοχριστιανικού κτηρίου σε σωστική ανασκαφή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας στο Λαδοχώρι Ηγουμενίτσας
Στο πλαίσιο του έργου «Κατασκευή αποχετευτικού δικτύου ομβρίων στην 1η και 3η Π.Ε. του Δήμου Ηγουμενίτσας» αποκαλύφθηκε από την αρμόδια ΕΦ.Α. Θεσπρωτίας, που εκτελεί υποέργο, τμήμα τετράκογχου κτηρίου με ψηφιδωτό δάπεδο. Η έρευνα διενεργείται εντός του πολεοδομικού ιστού της Ηγουμενίτσας, στην περιοχή του Λαδοχωρίου.
Το Λαδοχώρι έχει οικοδομηθεί επάνω από παλαιότερο οικιστικό σύνολο, που χρονολογείται πιθανώς στους ελληνιστικούς χρόνους, αλλά τα περισσότερα κατάλοιπα ανάγονται στην ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο. Ο αρχαίος οικισμός δεν έχει ταυτιστεί, αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονη επιστημονική συζήτηση, σχετικά με την τοποθέτηση στον κόλπο της Ηγουμενίτσας των αρχαίων Συβότων. Επίσης ο κόλπος της Ηγουμενίτσας είναι η πιο κοντινή θαλάσσια διέξοδος για την ρωμαϊκή πόλη της Φωτικής, η οποία υπήρξε έδρα επισκόπου κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο.
Η κατασκευή του δικτύου ομβρίων περιλάμβανε και την οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, όπου στα όμορα οικόπεδα παλαιότερα είχαν εντοπιστεί τμήματα πεντάκλιτης βασιλικής με νάρθηκα και αίθριο. Με τις πρώτες διερευνητικές τομές εντοπίστηκαν ταφές ρωμαϊκών και πρωτοβυζαντινών χρόνων και η αψίδα της πεντάκλιτης βασιλικής με σύνθρονο και μαρμαροθέτημα. Κοντά στη συμβολή της οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου με την οδό Λαδοχωρίου, ΝΑ της βασιλικής, αποκαλύφθηκαν η δυτική κόγχη και τμήματα της βόρειας και νότιας από τετράκογχο κτήριο μεγάλων διαστάσεων. Η τοιχοποιία του σώζεται σε ύψος 1,5 μ. περίπου και αποτελείται από καλά λαξευμένους λίθους σε άφθονο κονίαμα. Στο ανασκαφέν τμήμα αποκαλύφθηκε το δάπεδο, με ψηφιδωτό διάκοσμο αποτελούμενο από γεωμετρικά μοτίβα και στο ανατολικό του πέρας κεφαλαιογράμματη έμμετρη επιγραφή σε οκτώ σειρές με διαστάσεις 1,12 Χ 1,91 μ.
Το κτήριο κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε τον κεντρικό χώρο, το φωτιστήριο, του βαπτιστηρίου της παρακείμενης βασιλικής. Πρόκειται για το δεύτερο γνωστό παλαιοχριστιανικό βαπτιστήριο στην Ήπειρο, μετά από αυτό της Βασιλικής Β στη Νικόπολη και το πρώτο παλαιοχριστιανικό τετράκογχο που αποκαλύπτεται στην βορειοδυτική Ελλάδα.
Γενικά τα τετράκογχα κτήρια δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένα στην παλαιοχριστιανική περίοδο, σε αντίθεση με τη ρωμαϊκή, και κυρίως είχαν την χρήση ναών ή μαρτυρίων και σπανιότερα βαπτιστηρίων. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του κτηρίου, ο τρόπος οικοδόμησης, ο ψηφιδωτός διάκοσμος και η επιγραφή, με χρήση αρχαίων τύπων λέξεων, που δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένοι σε ύστερα παλαιοχριστιανικά κτήρια, οδηγούν σε πρώιμη χρονολόγηση, πιθανώς στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα και σίγουρα πριν τις μεγάλες βασιλικές της Νικόπολης.
Πρόκειται για αρχιτεκτονικό σύνολο ιδιαίτερης σημασίας, καθώς ανήκει σε σπάνιο αρχιτεκτονικό τύπο, που χρήζει μελλοντικά περαιτέρω έρευνας και αποκάλυψης στο σύνολό του, καθώς για λόγους προστασίας, τόσο των ευρημάτων όσο και των περιοίκων, το ανασκαφέν τμήμα έχει καταχωθεί. Επίσης το μέγεθος της επιγραφής, η θέση της και ο τρόπος που ξεκινά υποδηλώνει ύπαρξη και άλλης ή άλλων επιγραφών επί του ψηφιδωτού δαπέδου, ενώ από μόνης της η αποκαλυφθείσα επιγραφή είναι εξαιρετικά σημαντική.
Παράλληλα αναδεικνύεται η σημασία, που είχε κατά την παλαιοχριστιανική τουλάχιστον περίοδο ο άγνωστος οικισμός, και ενδεχομένως αποτελεί την αρχή μόνο της αποκάλυψης ενός εντυπωσιακού θρησκευτικού κέντρου, άμεσα συνδεδεμένου με την επισκοπή της Φωτικής ή και έδρα πιθανώς προγενέστερης επισκοπής.
Η σωστική ανασκαφή διενεργήθηκε υπό την εποπτεία της κ. Κωνσταντίνας Παππά, Αναπληρώτριας Προϊσταμένης του Τμήματος Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων και υπό την διεύθυνση του κ. Ιωάννη Χουλιαρά, προϊσταμένου της ΕΦ.Α. Θεσπρωτίας.