Παρασκευή 25.07.2025
More

    Στης μοναξιάς τον δρόμο για την ψυχή της πόλης

    Η παράσταση της Ρηνιώς Κυριαζή «Στη σκιά του Λούσια» και οι πολλαπλές ταυτότητες των Ιωαννίνων μέσα στις αλλαγές του χρόνου

    Ο «Λούσιας», ένα από τα πιο αγαπημένα βιβλία του Νίκου Χουλιαρά, επανήλθε μέσα από τη θεατρική παράσταση της Ρηνιώς Κυριαζή «Στη σκιά του Λούσια» που είδαμε και στα Γιάννενα τη Δευτέρα.

    Μια παράσταση εξαιρετική, πρωτότυπη, γνήσια καλλιτεχνική, που τη χάρηκε το κοινό, ακούμπησε πάνω στους ανθρώπους, έφερε συγκίνηση, αλλά και χαμόγελα σαν αυτά που προκαλεί η επίγνωση του μάταιου της ζωής όταν αφήνεται στο κυνήγι του εφήμερου, του κέρδους και της ικανοποίησης μικρών στιγμών κυριαρχίας.

    Γιατί ο Λούσιας, ένα παιδί που προορίστηκε από τη γέννησή του να μην αντιλαμβάνεται όπως οι άλλοι, αυτόν τον μεγάλο κόσμο γύρω του που στηρίζεται στις σχέσεις εξάρτησης, στο συμφέρον και στα απωθημένα που σκάνε ενίοτε σαν ψυχολογικές εκρήξεις, αλλά και σαν κοινωνικές συμπεριφορές καλυμμένες κάτω από τον  καθωσπρεπισμό και τις ισορροπίες των μικρών και μεγάλων εξουσιών, αυτός ο μικρός σαλός, θα διασχίσει με τη ζωή του τη ζωή της μεγάλης πόλης, τα μικρά μας Γιάννενα που ήκμασαν πιο παλιά, αλλά και από τις αρχές του 20ου αιώνα ως και μετά τον μεγάλο πόλεμο, μετασχηματιζόμενα συνέχεια ως ο τόπος του εμπορίου, της οικιστικής ανάπτυξης, του πολέμου ακόμα ακόμα.

    Ο Λούσιας κοιτάει με τα ανοιχτά του μάτια, τον κόσμο να αλλάζει, τα Γιάννενα να αλλάζουν, όπως κοιτάει και το κενό στα μάτια των ανθρώπων που κυριαρχούν, τον καθρέφτη τους που δεν κρύβει τίποτα από πίσω, τις ατελέσφορες προσπάθειές τους να ζήσουν σε ένα τώρα που συνεχώς τους διαφεύγει, την αποσιώπηση της επιθυμίας τους, τη ματαιότητα μίας επιτυχίας που στην πράξη δεν είναι παρά ένας σωρός από αποτυχίες που κρύβονται κάτω από το χαλί του μεγάλου σπιτιού ή βαθιά μέσα στις ανομολόγητες πτυχές της ψυχής των ανθρώπων.

    Ο Λούσιας βλέπει, ακούει και μιλάει στον εαυτό του για όλη αυτήν την κίνηση των πραγμάτων. Η βαθιά του μοναξιά πηγάζει από την αδυναμία να συνδεθεί, αδυναμία όχι δική του, αλλά των άλλων που δεν τον υπολογίζουν και τον βγάζουν έξω από το παιχνίδι.

    Κι αυτή η μοναξιά διασχίζει την ιστορία της πόλης, σαν ένα μαύρο πουλί που χτυπάει τα φτερά του στα τσίγκια της στέγης μία ακόμα βροχερή νύχτα, κάτω ο κόσμος ο πολύς που δεν αντιλαμβάνεται πόσο μικρή είναι η ζωή του, κι από εδώ η ψυχή του Λούσια που λαχταρά τη χαρά, την αγάπη και την χειρονομία της καλοσύνης, αλλά δεν τις βρίσκει.

    Η παράσταση της Ρηνιώς Κυριαζή, δυνατή, στέρεη, συγκινητική, δίνοντας βάρος σε αυτόν τον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα και εκφράζοντάς τον με τη σωματικότητα μιας έκφρασης που είναι συνέχεια μετέωρη στη σχέση με την πραγματικότητα κι όσα σκέφτεται και ονειρεύεται ο ήρωας, συνδέεται, ανοίγει έναν δρόμο και στον θεατή, στον άνθρωπο που έχοντας μαζί του όλα αυτά τα τρομερά που του συμβαίνουν- αλλά και σαν πότε δεν συνέβαιναν τρομερά πράγματα στον κόσμο μας- προσπαθεί να καταλάβει, να βρει τον εαυτό του μέσα στην κίνηση της αληθινής ζωής, να δει μια προοπτική.

    Είναι άραγε ο δρόμος της μοναξιάς, της ύπαρξης, μια δίοδος κατανόησης των κοινωνικών μετασχηματισμών, των σχέσεων εξουσίας, και των μεταβολών στη μορφή μιας πόλης; Δεν είμαι εντελώς σίγουρος. Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η πραγματικότητα, η ιστορία, τα δεδομένα, η υλικότητα όλων αυτών των αλλαγών. Η πόλη πολεοδομήθηκε, εμπορεύτηκε, πολιτεύθηκε, πολέμησε, προόδευσε, υποχώρησε, έκανε επιλογές. Η πόλη είναι και η ιστορία της που οφείλουμε και να τη γνωρίζουμε και να την υπολογίζουμε αν θέλουμε να δούμε την πορεία της και το μέλλον της.

    Ο Νίκος Χουλιαράς όμως, έπιασε μια άλλη ψυχή της πόλης που αποτελεί και έναν πυλώνα της ταυτότητάς της και είναι αυτό το χαμηλό βλέμμα του ανθρώπου που κοιτάει βαθιά μέσα στην καρδιά του για να δει πού πατάει, κάτω από τη συνεχή ψιλή βροχή, ανάμεσα στα ψηλά βουνά και δίπλα στα σκοτεινά νερά της λίμνης. Αυτό το βλέμμα προς τα μέσα, συντροφιά σχεδόν παντοτινή με τη λίγη μελαγχολία και το διακριτικό χαμόγελο στο πλάι από τα χείλη, αυτό το βλέμμα είναι η πόλη που διασχίζει τον 20ο αιώνα μέσα σε κατακτήσεις και ματαιώσεις, βλέποντας κάθε τόσο ένα τέλος εποχής και παλεύοντας να πιάσει το νήμα των νέων εποχών. Αυτά τα περάσματα είναι οι σκιές της πόλης, τα Γιάννενα και οι σκιές τους, όπως με μία πραγματικά ευφυή επιλογή γίνονται και σκηνικό και οργανικό κομμάτι της παράστασης με το θέατρο σκιών επί σκηνής, σε διάλογο με τις σκιές και τις σκοτεινές μορφές στα ζωγραφικά έργα του ίδιου του Νίκου Χουλιαρά που περνάνε επίσης στη σκηνή.

    Ο Λούσιας συνομιλεί κατευθείαν με τον Σκουρογιάννη στην «Τελευταία αρκούδα του Πίνδου» που «γύρισε να το βρει και δεν βρήκε τίποτα» στο Ντομπρίνοβο, γιατί ο Δημήτρης Χατζής, αυτός ο μεγάλος αφηγητής της πολλαπλής ταυτότητας της πόλης, ήξερε τους βαθιούς δρόμους που παίρνει η καρδιά για να βρει το διΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΣΙΑκό της φως, αν το βρει ποτέ.

    Κι ο τόπος τα αντικατοπτρίζει, τα εκφράζει όλα αυτά. Η πόλη μας είμαστε εμείς, αλλά είναι και χωρίς εμάς. Κι αυτό το κενό, αυτό το αβέβαιο βήμα μεταξύ του είμαστε και του δεν είμαστε, του υπάρχω ή δεν υπάρχω, του μπροστά ή πίσω από τον καθρέφτη, μπορεί να γίνει και το συγκινητικό, λυτρωτικό και εν τέλει ίσως χαρούμενο έναυσμα για να συνεχίσουμε. Ο Λούσιας συνέχισε.

    Γράφει ο ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ