Παρασκευή 22.11.2024
More

    Συγκίνηση και βαθύς στοχασμός στην «Ορέστεια»

    Η «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία του Θ. Τερζόπουλου από το Εθνικό Θέατρο, άνοιξε στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης την Παρασκευή το βράδυ, το φεστιβάλ Δωδώνης.

    Και ήταν μία πολύ καλή εκκίνηση του φεστιβάλ με μία παράσταση που ήδη είχε προκαλέσει μία πολύ θερμή συζήτηση με το ανέβασμά της στην Επίδαυρο.

    Οι περίπου δύο χιλιάδες θεατές που κατέκλυσαν τις κερκίδες, στο όριο που επιτρέπει το αναστηλωτικό έργο, παρακολούθησαν μία άνω των τριών ωρών παράσταση που περιλάμβανε ενιαία τις τρεις τραγωδίες της Ορέστειας (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες) και επιφύλαξαν στο τέλος ένα παρατεταμένο και θερμό χειροκρότημα για τους ηθοποιούς.

    Η παράσταση

    Πρόκειται για μία σημαντική παράσταση που αφήνει ένα ισχυρό αποτύπωμα στον θεατή.

    Αποτέλεσε μία ολοκληρωμένη εμπειρία, που κινητοποίησε το ενδιαφέρον μας, τη συγκίνηση, τη σκέψη και τη συνείδησή μας.

    Μία πλήρης σύνδεση της παράστασης με τον θεατή που σου αφήνει στο τέλος μία γεύση ικανοποίησης. Αυτή η σωματική αίσθηση, σχεδόν λύτρωση που αισθάνεσαι στο τέλος, επουλώνει και το άνοιγμα που απαιτήθηκε από την πολύωρη διάρκεια, από την ανάγκη συνεχούς συγκέντρωσης, από τις διαρκείς σκέψεις σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των αισθήσεων για τους ήχους, τα φώτα, τις φωνές και τη δόνηση των σωμάτων στη σκηνή.

    Καθόλη τη διάρκεια του έργου, υπήρχε μία συνεχής ένταση, σαν να σε ενδιαφέρει να δεις τι θα γίνει αμέσως μετά στην πλοκή, ενώ όλα είναι γνωστά.

    Ο ρυθμός, μία υπόγεια μουσικότητα θα μπορούσες να την πεις, έμοιαζε να διαπερνά τις ερμηνείες, τη δραματουργία, την ανάπτυξη του έργου, το κείμενο.

    Για αυτούς και άλλους περισσότερους λόγους ο Χορός αναδείχτηκε σε μία κορυφαία, κεντρική στιγμή, ένα γεγονός, μία ξεχωριστή θεατρική ύπαρξη. Θα πάρει καιρό να ξεχάσουμε αυτό το αίσθημα που μας άφηνε η θεατρική παρουσία του Χορού.

    Η παράσταση ήταν δομημένη ώστε να απελευθερώνεται αρχικά ο θεατής από όσα κουβαλάει μαζί του και στο τέλος σταδιακά να έχει δεσμευτεί στο έργο.  Από τη στιγμή που συνδέεσαι ως θεατής με την παράσταση, είναι πιο εύκολο να μπεις και μέσα στο έργο.

    Κι εκεί αντιλαμβάνεσαι ότι στην «Ορέστεια» έχεις να κάνεις με μία σύγχρονη δημιουργία που σε αφορά, που αφορά τον κόσμο μας. Αφού βυθιστείς στο μάλλον γνωστό πια δίλημμα της μητροκτονίας με τον Ορέστη, τον Αγαμέμνονα και την Κλυταιμνήστρα και αφού περάσεις από τα βάθη των αρχέγονων δεσμεύσεων της ύπαρξης, αντιμετωπίζεις ίσως με κάποια αρχικά έκπληξη, την επίθεση, το πρόταγμα της δημοκρατίας και της πολιτικής συνθήκης της προόδου που προσφέρει η θεά Αθηνά στους πολίτες της Αθήνας στο τελευταίο μέρος στις Ευμενίδες. Ο σύγχρονος άνθρωπος της δημοκρατίας μπορεί να κερδίσει μία εστία, μία ανέφελη ζωή, την ευημερία, αν συμφωνήσει με τη Δικαιοσύνη και την ευνομούμενη Πολιτεία. Εντάξει. Γέλασε ο χορός και έκλαψε. Γιατί η πείρα αιώνων πια λέει ότι η κοινότητα των ανθρώπων δεν υπηρετεί πάντα το Δίκαιο. Και η ανθρωπιά λιγοστεύει όσο αυξάνει η τύφλωση, η κοινωνική και ατομική τύφλωση, που ίσως να είναι ένα κυρίαρχο σύμπτωμα του κόσμου μας. Αφού επικαλούμαστε μεν τη δικαιοσύνη, αλλά δεν βλέπουμε και τους χιλιάδες που σφάζονται δίπλα μας.

    Άλλωστε τα δώρα των θεών στον νέο κόσμο που άφησε πίσω του τις ερινύες έχουν πολλές μορφές. Κι αν αυξάνουν οι αποταμιεύσεις ή η αξία των μετοχών, ας αυξάνουν και οι νεκροί των πολέμων. Βλέπουμε όσα μας βολεύει να βλέπουμε.

    Είμαστε άνθρωποι; Πότε είμαστε άνθρωποι;

    Σε αυτό το σημείο, εισβάλλει κάπως απότομα ίσως το ερώτημα για τον «κόσμο που ζούμε». Πού ζούμε; Μετράμε χιλιάδες νεκρούς στους πολέμους, αλλά πρώτη είδηση είναι αν πέφτουν τα χρηματιστήρια. Και για πολλούς ανθρώπους αυτή η συνθήκη είναι μια καταρράκωση, μία βύθιση. Ή μια ματαίωση. Μία θλίψη. Κάτω από το αίμα που σπείραμε και μας καταπνίγει, ανάβει μία φλόγα που ίσως να ξυπνάει την πρόκληση μίας αλλαγής. Αλλά σήμερα ζούμε στις εποχές που έχει κερδίσει η κανονικότητα, το δέον, η σωστή πλευρά της ιστορίας. Δεν βλέπουμε τη φλόγα.

    Μας συγκινεί ακόμα ο ανθρώπινος πόνος. Μας συγκινεί;

     

     

     

    ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ