Πέμπτη 21.11.2024
More

    Το φυλαχτό του στρατιώτη

    Αξιοποιώντας το πλήθος των συλλογών και τεκμηρίων της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για το Έπος στα βουνά της Ελλάδας και της Βορ. Ηπείρου το 1940-41, η Πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Άννα Μπατιστάτου ήταν εκείνη που εκφώνησε την πανηγυρική ομιλία στην κεντρική επετειακή εκδήλωση του Δήμου Πωγωνίου «Καλπάκια 2024», την παραμονή της Εθνικής Επετείου. Με την άδεια της κας Μπατιστάτου, δημοσιεύουμε σήμερα ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας της, μέσα από το οποίο έρχονται στο φως – 84 χρόνια μετά – πολλές άγνωστες πτυχές του πολέμου στους περισσότερους τουλάχιστον εξ ημών.

    Στα επετειακά αφιερώματα συνήθως αναφερόμαστε στα ιστορικά γεγονότα, στην ηρωική επέλαση ενός ψυχωμένου στρατού μέσα στο ορεινό και χιονισμένο τοπίο, στην σύσσωμη κινητοποίηση των μετόπισθεν, στην πατριωτική έξαψη, που είναι τόσο εκφραστική στα τραγούδια της Βέμπο.

    Δεν θα τα ξαναθυμίσω όλα αυτά, όσο κι αν η συλλογική μας συνείδηση χρειάζεται να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στον τρόπο με τον οποίον αντικατοπτρίζουν αξίες που μας είναι κοινές και αδιαπραγμάτευτες. Θέλησα, για την σημερινή ομιλία, να στραφώ σε μια κατεύθυνση που συνδέεται με την διπλή μου ιδιότητα, ως ακαδημαϊκού και ως μητέρας αξιωματικού των ενόπλων δυνάμεων.

    Στην Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων υπάρχει πλούσια συλλογή έντυπων τεκμηρίων για το Έπος που γράφτηκε από τους Έλληνες στην Αλβανία, με μαρτυρίες για την πορεία θριάμβου – ανάμεσα στην ιστορία και τον θρύλο –, με ημερολόγια και σημειώσεις οπλιτών της εποχής, με απομνημονεύματα του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, με πάσης φύσεως εντυπώσεις και εικόνες από το αλβανικό μέτωπο, άλλα πιο γενικά και πιο γνωστά, κι άλλα πάλι πιο ειδικά και σπάνια.

    Δεν γνώριζα, ας πούμε πόσο πλούσια είναι τα δεδομένα που έχουμε για τον ρόλο που παίζει στον αγώνα του 40 το προσκύνημα της Παναγιάς της Τήνου.

    Ανακάλυψα επίσης ότι στις 10 Ιανουαρίου του 1941, κατά την επιστροφή της πρώτης Πανεπιστημιακής αποστολής από το Αλβανικό μέτωπο, δόθηκε τριμερής ομιλία στο Αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο τότε Πρύτανης Αναστάσιος Οικονομόπουλος και οι Καθηγητές Αλέξανδρος Βογιατζόγλου και Κωνσταντίνος Καβασσιάδης με ομάδα από συνολικά 14 Καθηγητές και 3 φοιτητές έφυγαν στις 30 Δεκεμβρίου του 1940 για την Κορυτσά, γιατί συναισθάνθηκαν μια παρόρμηση σε ένα καθήκον, που ωθούσε ο ηθικός δεσμός των λειτουργών του Πανεπιστημίου προς τον στρατό. Όπως γράφει ο Πρύτανης, σε ένα μικρό τομίδιο με τίτλο Εντυπώσεις και Εικόνες εκ του Αλβανικού Πολέμου που δημοσιεύτηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1941, και έχουμε στη βιβλιοθήκη μας, αυτοί οι αβροί θιασώτες των βιβλίων και των αναγνωστηρίων, «ταξίδεψαν τον επικίνδυνο δρόμο, με την ελπίδα μιας ανακούφισης από τη συνάντηση της ψυχής και των λογισμών». Αναζήτησαν το πολεμικό τους εγώ, ένα εγώ πλουσιότερο στο πολεμικό μέτωπο. Έζησαν, έστω και για λίγο, κοντά στους στρατιώτες, βίωσαν επί τόπου όσα διαμεσολαβούνταν από τις ειδήσεις και τις αφηγήσεις για τη ζωή και τη δράση του στρατού, μοιράστηκαν τα συναισθήματα των αφηγούμενων, τα άφησαν να διηθήσουν την ψυχή τους. Εγκατέλειψαν τον οικείο τόπο της θεωρίας για να υλοποιήσουν στην πράξη την θρυλική εθνική συνοχή των Ελλήνων που κατέστησε εφικτό το έπος του 40.

    Η αποδελτίωση των εφημερίδων αναδεικνύει έναν αναπάντεχο πλούτο πληροφοριών για την κινητοποίηση των μετόπισθεν. Εδώ πρωτοστατούν οι γυναίκες. Όπως γράφει ένας πολεμικός ανταποκριτής «Τα μετόπισθεν, ο αδρανής αυτός όγκος των αμάχων σε άλλες εποχές, είναι σήμερα συντονισμένα στον παλμό της πρώτης γραμμής. …Έτσι, σε μια φυλή, της οποίας το μεγαλύτερο κίνητρο εστάθη πάντοτε η φιλοτιμία, τα μετόπισθεν έχουν μεταβληθεί σε  ένα απέραντο εργαστήριο ηρώων».

    Μόνο από το νησί της Τήνου, ο αριθμός εικονιδίων, πιστών ομοιωμάτων της Παναγίας, και φυλαχτών που στέλνονται στο μέτωπο είναι εντυπωσιακός. Η «Ελάχιστη Μοναχή» Ιουλιανή Κουτρουμάνου, καθηλωμένη στο κρεβάτι όπως γράφει εντελώς ανορθόγραφα, «με γρήπ[η] βροχική δυνατή που δεν κλίνω ματι από τον βήχα …..», στέλνει ένα σημείωμα με την ευχή «η χάρι της να χαρίση σύντομον νίκη εις τα ελληνικά όπλα». Κάνει γι’ αυτό ό,τι μπορεί: «ετύμασα και εγώ εξ ιδίας μου, 70 φυλακτά με σπουδαία άγια δώρα της Παναγίας μας». Πόση μεγαλοσύνη, πόση δύναμη μεταδοτική έχει η ανιδιοτέλεια και η πίστη της χειρονομίας αυτής!

    Ένας λοχαγός του Ελληνικού στρατού γράφει πάλι ότι είδε «πολλούς στρατιώτες του μετώπου, που είχον αποκόψει από τας εφημερίδας και τα εικονογραφημένα δελτάρια την εικόνα της Παναγίας και την χρησιμοποιούν ήδη ως φυλακτό». Και προτρέπει τις Ελληνίδες, «που με τόσον ενθουσιασμόν εργάζονται δια να ανακουφίσουν τα μαχόμενα παλικάρια μας, να κάνουν ένα τόσον επιθυμητό δώρον εις τους στρατιώτας μας».

    Είναι γνωστό πόσο είχε γίνει εθνικό κίνημα το πλέξιμο καλτσών για το μέτωπο, που ήταν εκτεθειμένο στην λαίλαπα των κρυοπαγημάτων. Ακόμα και οι κόρες της «καλής Αθηναϊκής κοινωνίας» ενέδωσαν στην χειροτεχνία αυτή προκειμένου να ζεστάνουν τα μέλη των αγωνιστών, κι ακόμα περισσότερο την καρδιά τους.

    Στο αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα, η Άλκη Ζέη γράφει: «Όλοι πλέκουνε για τους στρατιώτες, ακόμα και μέσα στο τραμ βλέπεις γυναίκες να πλέκουν […] Από πέντε ψιλές βελόνες στην καθεμιά [κάλτσα], που πρέπει να θυμάσαι πότε θα χρησιμοποιείς την μια και πότε την άλλη».

    Άγνωστα κορίτσια στέλνουν σε άγνωστους στρατιώτες τα πλεχτά τους, μαζί με σημειώματα. Γράφουν: «να δοξάσεις την πατρίδα, να γυρίσεις νικητής», και σε άλλο: «Φορώντας τις κάλτσες αυτές, κάθε βήμα που θα κάμης και από έναν Ιταλό να σκοτώνεις, να γυρίσεις νικητής». Αυτά τα γράμματα, είτε είναι από αγαπημένες, είτε από κοπέλες άγνωστες «δεν είναι άψυχο χαρτι, αλλά ο αγαπημένος σύντροφος στα ματοβαμένα πεδία των μαχών».

    Φαίνεται ότι η αποστολή φυλαχτών στο μέτωπο είχε λάβει πολύ σημαντική έκταση και ότι τα ελάχιστα αυτά σύμβολα των αξιών που υπερασπίζονταν ο ελληνικός στρατός είχαν γίνει ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της εξάρτυσης των μαχόμενων. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, αυτή τη φορά ενός Υπολοχαγού: «ένα ένα τα φανταράκια μας με τα μάτια βουρκωμένα και την ψυχή αναζωπυρωμένη από την πίστι, προσήρχετο για να παραλάβη το φυλακτόν…».

    Και όπως γράφει ο Σπύρος Μελάς « Σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές, φέρνουν το χέρι στο στήθος κι εγγίζουν αυτό το φυλαχτό, μ΄ ενδόμυχη παράκληση, [η Παναγία] να κάμει το θαύμα της».

    Και δεν είναι μόνο αυτά τα φυλαχτά. Το πιο ακριβό φυλαχτό είναι η ευχή της μάνας. Στα γράμματα του ’40 είναι ο πιο κοινός τόπος: Εδώ ένας οπλίτης, πριν αποχωρήσει για το μέτωπο, στέλνει μια κάρτα στη μητέρα του, όπου της ζητά να τον συντροφεύει η ευχή της. Εκεί, μια μάνα συγκλονισμένη στέλνει το δικό της μήνυμα: «Καλή νίκη». Ευχή και προσταγή μαζί. Ο δρόμος του καθήκοντος είναι δρόμος περιφρουρημένος από όλη αυτήν την μεταφυσική αύρα, που δημιουργεί μια νοερή ασπίδα πάνω από τα κορμιά. Οι ατομικές ιστορίες είναι μόνο ενδεικτικές. «Η ψυχή όλων πλάτυνε και χώρεσε όλων των μανάδων τα παιδιά».

    Τι είναι αυτό που θα αποκαλέσουμε ηρωισμό, στην πρώτη γραμμή της μάχης, τι είναι αυτό που θα αποκαλέσουμε ηρωισμό και στα μετόπισθεν; Ποια είναι αυτή η εσωτερική δύναμη, που ξυπνά το αίμα όχι μόνο στους μαχητές, αλλά και σε μητέρες και κορίτσια άγουρα, μακριά από τους καπνούς του πολέμου;

    Τι είναι τελικά το φυλαχτό;

    Ποια είναι τα «σπουδαία άγια δώρα» της ανορθόγραφης μοναχής από την Τήνο;

    Ποια είναι η καλή ευχή στο στόμα της μητέρας;

    Υλικό ή άυλο, το φυλαχτό μεταλλάσσει και αυτόν που το δέχεται κι αυτόν που το στέλνει. Προστατεύει αυτόν που το κατέχει και τον οπλίζει με δυνάμεις υπερφυσικές, που τον ανεβάζουν στις τάξεις του ήρωα. Βάζει στο στόμα της μάνας το «καλή νίκη», την ώρα που η καρδιά της σπαράζει από αγωνία. Σηκώνει από το κρεβάτι της την άρρωστη μοναχή.

    Είναι η παρακαταθήκη που φυλάμε στο βάθος της καρδιάς μας για τα παιδιά μας, όπως το λέει ο Κάλβος στις Ωδές:

    Ἐὰν τὸ ἀκονίσῃ ἡ δόξα,

    τὸ ξίφος κεραυνοί·

    ἐὰν ἡ δόξα θερμώσῃ

    τὴν ψυχὴν τῶν Ἑλλήνων

    ποῖος τὴν νικάει;

    […]

    Δίδει αὐτὴ τὰ πτερά·

    καὶ εἰς τὸν τραχύν, τὸν δύσκολον

    τῆς Ἀρετῆς τὸν δρόμον

    τοῦ ἀνθρώπου τὰ γόνατα

    ἰδοὺ πετάουν.

    […]

    Μὲ᾿ τὴν εὐχήν μου ὕπαγε·

    ἄλλο δὲν λέγω· θέλω

    εἰς τὴν συνείδησίν σου

    τὰ λοιπὰ φανερώσειν

    ὕστερον… χαῖρε…

    Σας ευχαριστώ για την τιμή

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ