Στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας εντάχθηκε η παραδοσιακή παρασκευή κατραμιού, πρακτική που διατηρείται κυρίως στο Δίστρατο Κόνιτσας.
Η ανακοίνωση έγινε από το Υπουργείο Πολιτισμού, με την Υπουργό Λίνα Μενδώνη να τονίζει ότι «η άυλη πολιτιστική κληρονομιά είναι η ψυχή του πολιτισμού μας, για αυτό και η διαφύλαξη και ανάδειξή της αποτελεί προτεραιότητα για το Υπουργείο Πολιτισμού. Η έγγραφή των νέων στοιχείων είναι το αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας επιστημονικών φορέων, τοπικών κοινοτήτων και πολιτιστικών συλλόγων, που εργάζονται, με μεράκι, αγάπη και γνώση. Αποτελεί την εξέλιξη μιας διαρκούς διαδικασίας για την προστασία, ανάδειξη και μετάδοση της ζωντανής κληρονομιάς μας, στις επόμενες γενιές».
Η παραγωγή κατραμιού
Αποτελεί σημαντική έκφανση των πρακτικών που συνδέονται με τη χρηστή διαχείριση του δάσους και συγκεκριμένα των μη ξυλωδών προϊόντων του, αλλά και πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία προϊόντων που μπορούν να αξιοποιηθούν για την εξυπηρέτηση σύγχρονων αναγκών (φαρμακευτικά προϊόντα, κοσμητικά σκευάσματα κ.ά.).
Το κατράμι είναι το υγρό απόσταγμα που παράγεται από την καύση υπό συνθήκες έλλειψης οξυγόνου γηραιών ρητινούχων δέντρων, συνήθως πεύκων, τεμάχια των οποίων χτίζονται σε κατάλληλη διάταξη (κατραμοκάμινο).
Είναι γνωστό από την αρχαιότητα σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, με εφαρμογές στην κτηνοτροφία, τη λαϊκή θεραπευτική, την ξυλοναυπηγική και την προστασία ξύλινων κατασκευών.
Στην περιοχή της Πίνδου, ειδικότερα στο Δίστρατο Κόνιτσας, η παρασκευή του κατραμιού αποτελούσε βασική επαγγελματική πρακτική των πληθυσμών, άμεσα συνυφασμένη με τη δασική διαχείριση, κατά τον 19ο αιώνα και εώς τη δεκαετία του 1970. Σήμερα η πρακτική διασώζεται από ελάχιστους παραγωγούς.
Στο Δίστρατο Κόνιτσας στην Περιφέρεια Ηπείρου συναντώνται κάποιοι τελευταίοι γνώστες της παραδοσιακής παρασκευής κατραμιού. Η πρακτική εντοπίζεται ιστορικά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Πιερία, στην Αττική (Γεράνεια Όρη), στην νοτιοανατολική Κρήτη, στη Θάσο, με παραλλαγές στην τεχνολογία κατασκευής του κατραμοκάμινου, τη δασική πρώτη ύλη και την διαδικασία.
Στις Σκανδιναβικές χώρες η πρακτική έχει αναβιώσει τις τελευταίες δεκαετίες για τις ανάγκες συντήρησης και προστασίας μιας ειδικής κατηγορίας μνημείων, των μεσαιωνικών ξύλινων εκκλησιών stave churches. Βιβλιογραφικές αναφορές για την πρακτική συναντώνται σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής.