Ένα βιβλίο της Έφης Γαζή
Πολλές φορές ακούμε για μία Ελλάδα που είναι διαφορετική από τις άλλες χώρες, για τη μοναδικότητά της, για την ιδιοτυπία της με τη γλώσσα της, τη σύνθεση του πολιτισμού με τη θρησκεία ή το αρχαίο κλέος.
Κι άλλες φορές ανακύπτει θέμα στη δημόσια σφαίρα για αν και κατά πόσο απειλείται ο ελληνικός πολιτισμός και η χώρα ολόκληρη από άλλες δυνάμεις που συνήθως την επιβουλεύονται, αν η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο οικονομικός όρος, αλλά κρύβει και προσπάθειες ομογενοποίησης των πολιτισμών, αν χάνεται η γλώσσα μας, αν θα υπάρχει στο μέλλον Ελλάδα «έτσι όπως πάμε».
Είναι ένα μίγμα της βεβαιότητας για την ανωτερότητα της Ελλάδας διαχρονικά, με ένα αίσθημα ανησυχίας για την ύπαρξή της. Και παράλληλα είναι και η έκφραση μίας αγωνίας για το συλλογικό είναι, για το ποιοι είμαστε «εμείς» και ποιοι οι «άλλοι», συχνά πέρα από τις πολιτικές ή ιδεολογικές μας διαφορές, αλλά αρκετές φορές και με μία στάση εναντίωσης, αντίθεσης στο «έξω», μαζί με μία «οχύρωση» στο «εδώ», ένα μετέωρο ανάμεσα στο αν είμαστε Ευρωπαίοι σαν τους άλλους ή «μας χρωστά η Ευρώπη», ένα αιωρούμενο βήμα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αξιοποίησης του Ορθού Λόγου και της επιστήμης όπως τα γνωρίζουμε από τον Διαφωτισμό, αλλά και μία στυφή γεύση ίσως για τις ευκαιρίες που κάποιοι νομίζουν ότι χάθηκαν ώστε να αποδειχτεί ότι ο πολιτισμός που γεννήθηκε σε αυτόν τον τόπο δεν χρειάζεται «δάνεια» και «Φώτα», αλλά είναι «αυτόφωτος» και λάμπει μοναδικός στους αιώνες των αιώνων.
Το βιβλίο της Έφης Γαζή από τις εκδόσεις Πόλις (2020) «Άγνωστη Χώρα. Ελλάδα και Δύση» είναι μία συναρπαστική προσέγγιση, εκείνου του ιδεολογικού και πολιτιστικού ρεύματος που αγωνίστηκε κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα με το πνευματικό του έργο να αποδείξει ότι υπάρχει ένα διαφορετικός δρόμος για τους Έλληνες, αφήνοντας ένα ισχυρό αποτύπωμα ακόμα και σήμερα.
Αναλύει ιδέες που εξέφρασαν «το αίτημα της αναδημιουργίας της ελληνικής πνευματικής και πολιτισμικής ζωής, της επανεξέτασης της εθνικής ιστορίας και ταυτότητας, αλλά και της χάραξης μίας νέας πορείας για το κράτος και την κοινωνία», ιδέες που συνιστούν «ένα ρεύμα πολιτισμικής κριτικής με πολιτικές συνδηλώσεις», όπως σημειώνει η συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου στον οποίο συγκεντρώνει τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης.
Χρονολογικά, το ορόσημο για τη μελέτη αποτελεί η πολλαπλή κρίση στο τέλος του 19ου αιώνα με τη χρεωκοπία του 1893, τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου ένα χρόνο μετά, αλλά και οι νέες πολιτικές αναζητήσεις και η έντονη συζήτηση που αναπτύσσεται σταδιακά για τον δημοτικισμό.
Στο επίκεντρο θέτει τις ιδέες του Αργύρη Εφταλιώτη (1849-1923), του Περικλή Γιαννόπουλου (1869- 1910) και του Ίωνα Δραγούμη (1878- 1920) και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται, αλλά και επιδρούν, οι άνθρωποι που συναντούν, τα διαβάσματά τους και η βιογραφία τους.
Παρά τις διαφορές τους μεταξύ τους, η συγγραφέας εντοπίζει σε αυτές τις ιδέες και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά και μέριμνες όπως τις ονομάζει, για αυτό και μιλά και για ρεύμα ιδεών.
Μία τέτοια μέριμνα είναι η αμφισβήτηση της «ξενομανίας» και του «μιμητισμού», αναπτύσσοντας μία κριτική στον «δυτικό κανόνα» στην επιβολή δηλαδή των ευρωπαϊκών και δυτικών προτύπων στη χώρα.
Ως δεύτερη μέριμνα αναφέρεται η «διερεύνηση της δημιουργίας και των ειδοποιών χαρακτηριστικών του νεοελληνικού πολιτισμού» και ως τρίτη, η επανεξέταση της Μεγάλης Ιδέας και των εθνικών στόχων με τις αναταράξεις των Βαλκανικών Πολέμων ή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως επισημαίνει η συγγραφέας: «Ασαφή, μεγαλόστομα ή ασύμπτωτα με τον συσχετισμό δυνάμεων και τη γεωπολιτική συγκυρία, αυτά τα σχέδια κατέρρευσαν, αλλά πολλές από τις ιδέες που τα στήριξαν δεν εξαφανίστηκαν. Μετασχηματίστηκαν στο εσωτερικό άλλων ρευμάτων, που στάθηκαν κριτικά τόσο απέναντι στην πολιτιστική ηγεμονία της «Ευρώπης» όσο και στις πολιτικές παρεμβάσεις των ξένων στην Ελλάδα».
Έχει ενδιαφέρον και η αναφορά σε πρόδρομα σχήματα αυτής της δέσμης ιδεών, όπως η απογοήτευση των Ελλήνων από τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων που δεν υποστήριζαν την ελληνική Μεγάλη Ιδέα, με διάφορες αφορμές από το 1840 ως τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι οι «ξένοι» δεν κατανοούν, αλλά και υπονομεύουν και επιδιώκουν να αλλοιώσουν τον ελληνικό πολιτισμό ή και την αίσθηση πολιτισμικής «αποικιοποίησης» της Ελλάδας από την Ευρώπη.
Έχει πολύ ενδιαφέρον επιπλέον ο ισχυρισμός της συγγραφέα, ότι «οι ιδέες και οι λόγοι γύρω από την πολιτισμική ‘αποικιοποίηση’, αλλά και την πολιτική ‘εξάρτηση’ διαμεσολαβούνται από τον ελληνικό εθνικισμό και πρέπει να μελετηθούν σε συνάρτηση με αυτόν», ανοίγοντας έτσι το θέμα για το πώς γεννιέται ο σύγχρονος εθνικισμός και ποιο είναι το αποτύπωμά του σήμερα.
Όπως ενδιαφέρον έχει επίσης ότι η συγγραφέας αναφέρεται και σε έναν ευρωπαϊκό χώρο μέσα στον οποίο αναπτύσσονται τέτοιες ιδέες, σε ένα διεθνές περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι τρεις διανοητές, αλλά και όχι μόνο αυτοί, μία «δυτική κοιτίδα» που βλέπει «τον νεωτερικό πολιτισμό συνυφασμένο με την παρακμή και τον εκφυλισμό ή με τη μαλθακότητα και τη διαφθορά κυρίως στον ύστερο 19ο αιώνα». Η «ανεπιθύμητη νεωτερικότητα» όπως την ονομάζει υπάρχει και στην ευρωπαϊκή σκέψη, υπό το φόβο ίσως που προκαλεί η εκβιομηχάνιση, η είσοδος των μαζών στο προσκήνιο ή νέες ιδέες όπως ο σοσιαλισμός και ο φεμινισμός.
Η Έφη Γαζή, μελετά στο βιβλίο της τους αντιευρωπαϊκούς και αντιδυτικούς λόγους και επιχειρηματολογίες, ως «διαδικασίες αντικατοπτρισμού» και ως «μηχανισμούς θεώρησης του ‘εθνικού εαυτού’».
Μας δίνει μία εξαιρετική μελέτη του βίου των τριών διανοητών και του πνευματικού τους έργου, με βαθιά γνώση του πολιτιστικού, ιδεολογικού και συχνά και πολιτικού τοπίου μέσα στο οποίο δρούσαν, ενώ παράλληλα επιδεικνύει σεβασμό στο έργο αυτό, χωρίς καμία στιγμή να υποκύπτει σε εύκολο σχολιασμό. Παράλληλα, μας εισαγάγει και στον κόσμο των τριών ανδρών που μελετά, στον βίο τους στη διασπορά και την Ελλάδα, τους διανοητές από τους οποίους επηρεάζονται, τον πυκνό χρόνο μέσα στον οποίο ζουν και παράγουν σκέψεις και βιβλία, μαζί με μία περιήγηση στις μεγάλες ιδέες της εποχής, στον δημοτικισμό, στις γεωπολιτικές μεταβολές, στις πολιτικές συγκρούσεις της εποχής όπως με τον Διχασμό…
Όσοι γνώρισαν την Έφη Γαζή (Λευκάδα 1966), καθηγήτρια Ιστορίας στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, από το έργο της «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια: Ιστορία ενός συνθήματος» (Πόλις 2011) θα θυμούνται την ενδελεχή τεκμηρίωση, το βάθος με το οποίο προσεγγίζει τα πράγματα, κάτω από επιδερμικές αναλύσεις και τις σχέσεις, τους δεσμούς που δημιουργούνται από την κίνηση των ιδεών βαθιά μέσα στην κοινωνία. Η γνώση δε που μεταδίδει στον αναγνώστη και την αναγνώστρια, για αυτόν που θα ονομάζαμε σήμερα «συντηρητικό» κόσμο, είναι μοναδική. Αυτές τις αρετές τις βρίσκουμε και στην «Άγνωστη χώρα».
Για τη σχέση με το σήμερα και τις γέφυρες που έχουν δημιουργηθεί με το παρελθόν, διαπιστώνει ότι το ρεύμα αυτών των ιδεών δεν πέθανε μαζί με την εποχή του, αλλά μπολιάζει και επηρεάζει και μεταγενέστερα ρεύματα, με τους εθνικιστικούς πολιτικούς χώρους από τον Μεσοπόλεμο ως και σήμερα να διεκδικούν επίμονα τον ρόλο των ιδεολογικών των ιδεολογικών κληρονόμων του Περικλή Γιαννόπουλου και του Ίωνα Δραγούμη, «όχι αδικαιολόγητα, αφού η σκέψη και το έργο αμφότερων δεν αναπτύσσει απλώς μία εθνική θεωρία, αλλά κατανοεί ολόκληρο τον κόσμο και την ιστορία στο πλαίσιο της πορείας του ρωμαλέου, ισχυρού και ανώτερου ελληνικού έθνους και των πεπρωμένων του», όπως αναφέρει.
Το βιβλίο εξετάζει, όπως συνοψίζει, τον τρόπο με τον οποίο ένα ρεύμα ιδεών γύρω από την Ελλάδα και την Ευρώπη, τη Δύση και την Ανατολή τάραξε στις αρχές του 20ου αιώνα την ελληνική, πολιτισμική, αλλά και πολιτική ζωή και αμφισβήτησε ηγεμονικές μέχρι τότε αντιλήψεις γύρω από τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη, αλλά και της Δύσης με την Ανατολή. «Αναζητώντας μία εναλλακτική ελληνική γραμμή, οι εκφραστές του ανέδειξαν μία άγνωστη χώρα, πίσω από την Ελλάδα των φιλελλήνων, των καθαρευουσιάνων και των ‘δυτικόφιλων’ και δημιούργησαν ένα πολύσημο, σύνθετο, αντιφατικό, αμφίρροπο, αλλά και ισχυρό πλέγμα αντιλήψεων γύρω από το ελληνικό έθνος και την πορεία του».
Κομμάτια αυτών των ιδεών υπάρχουν ακόμα διάσπαρτα γύρω μας θα επισημάνει, ενώ «οι κληρονομιές αυτών των ιδεών ξεπερνούν τη συμβατική διάκριση αριστερά/δεξιά του πολιτικού φάσματος».
Το σημαντικό και συνάμα ερεθιστικό ερώτημα που θέτει, όμως, η συγγραφέας στην κατακλείδα της είναι: Πώς μπορεί να δει κανείς άραγε τον εαυτό του στον καθρέφτη της Δύσης, όχι για να αιχμαλωτίσει εκείνην, αλλά για να ελευθερωθεί ο ίδιος;».
Είναι ακριβώς ένα ερώτημα που δεν έχει να κάνει με τις προσλήψεις και τις θεωρήσεις ιδεών του παρελθόντος πια, αλλά ένας στοχασμός για το παρόν και το μέλλον, κάτι που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας.
Και παράλληλα είναι μία ευκαιρία να βαδίσουμε πάνω σε αυτήν την «άγνωστη χώρα» που σε κάθε μας βήμα μας θυμίζει όλο και περισσότερο στερεοτυπικές εικόνες που μας έχουν παραδοθεί ως χαρακτηριστικές ενός τόπου, στον οποίο παλεύουμε να ανακαλύψουμε ως κομμάτι της προσωπικής και συλλογικής μας ταυτότητας.
Η «Άγνωστη Χώρα» της Έφης Γαζή μας δίνει τη δυνατότητα να αναστοχαστούμε το ποιοι είμαστε, με την ευτυχή συγκυρία των 200 χρόνων από τη μεγάλη μας Επανάσταση, έχοντας όμως πια και την εμπειρία και τη γνώση για το ότι τίποτα δεν είναι ιστορικά δεδομένο και προδιαγεγραμμένο και ότι έχει σημασία να περπατήσουμε τους δρόμους της χειραφέτησής μας.