Μία μεγάλη διαδρομή ενός κορυφαίου Έλληνα συγγραφέα, περνάει και από το χωριό της Βωβούσας
Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος που θα ενδιέφερε την τοπική κοινωνία, αν κάναμε μία αναφορά στο βιβλίο του Γιώργου Μ. Βραζιτούλη «Προδότρες λέξεις» που εκδόθηκε το 2019 από τις γιαννιώτικες εκδόσεις Ισνάφι.
Το βιβλίο όμως είναι πολλά παραπάνω, όπως υπονοεί εξ αρχής και ο υπότιτλος «Μία περιπλάνηση στις πρώιμες αναζητήσεις του Δημήτρη Νόλλα». Και σίγουρα αφορά το ευρύ κοινό που ενδιαφέρεται όχι μόνο για τη λογοτεχνία, αλλά και την εξέλιξη των ιδεών στον τόπο μας.
Πρόκειται για μία βιογραφική αφήγηση της νεανικής διαδρομής του Δημήτρη Νόλλα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν και εκδίδει τα πρώτα του βιβλία «Η Νεράιδα της Αθήνας» και «Πολυξένη» και φέρνει έναν νέο αέρα, πιο μοντέρνο θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε, στην ελληνική λογοτεχνία για να ξεκινήσει μία διαδρομή που οδηγεί ως και τις μέρες μας με πολλά ακόμα βιβλία, βραβεία και ευρεία αναγνώριση και καταξίωση.
Ο Γιώργος Βραζιτούλης, με καταγωγή από τη Βωβούσα, ζει στο Βερολίνο και είναι γνωστός στο γιαννιώτικο κοινό από τις εμπεριστατωμένες μελέτες για τη δεκαετία του ’40 και πτυχές των ναζιστικών εγκλημάτων μεταξύ άλλων που δημοσιεύει στην τοπική εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών», ενώ συμμετέχει στο ελληνογερμανικό περιοδικό «Εξάντας».
Η «προσωπική περιέργεια» και οι κοινές ρίζες από το χωριό της Πίνδου, δίνουν το πρώτο έναυσμα ώστε να συναντήσει τον συγγραφέα την τελευταία δεκαετία, ενώ παίζει το ρόλο της και η λογοτεχνία, αφού υπάρχει ως αφορμή και ένα σύνθημα στον τοίχο ενός φοιτητικού δωματίου στα τέλη του ’70 στα Γιάννενα, το «Η επανάσταση, αυτό το βακχικό όργιο της αλήθειας όπου κανείς δεν μένει ξεμέθυστος» που προέρχεται από το πρώτο βιβλίο του Νόλλα και θα αναλυθεί στις σελίδες που έπονται.
Ξεκινώντας μία «υποκειμενική προσέγγιση», βασισμένη στην προσωπική αφήγηση και μαρτυρία του συγγραφέα, ο Βραζιτούλης αποτυπώνει πρόσωπα, τόπους και γεγονότα που καθόρισαν τον Νόλλα, από τα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα, τις σπουδές του και τις δουλειές που έκανε στη Γερμανία, το Παρίσι, την Αργεντινή ή τις Βρυξέλλες και πίσω στην Αθήνα, μέχρι να ανοίξει και η δίοδος στη λογοτεχνία.
Είναι σαν να παρακολουθούμε το μοντάζ μίας ταινίας πάνω στη ζωή του Νόλλα ακολουθώντας και τις δικές του διαδρομές που είχαν ως επίκεντρο για μεγάλο χρονικό διάστημα και τον κινηματογράφο.
Η δεκαετία του ‘60
Παρ’ όλα αυτά οι «Προδότρες λέξεις» είναι κάτι παραπάνω από μία βιογραφική διαδρομή ενός αναγνωρισμένου συγγραφέα. Είναι παράλληλα και η αφήγηση μίας δεκαετίας, της δεκαετίας του ’60 που συνταράσσει τον πλανήτη, η οποία περνάει μέσα από τον βίο του Νόλλα, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την έντονη συμμετοχή του στην ακμή, στην πρώτη γραμμή των πολιτικών και κοινωνικών αναζητήσεων του καιρού του. Μεγάλο τμήμα αυτής της αφήγησης είναι και οι διεργασίες στην αριστερά, με πολλαπλές όμως πτυχές, πέραν των γνωστών ίσως κομματικών ιστοριών, ακριβώς γιατί ο Νόλλας συμμετέχει μεν ενεργά, διατηρεί όμως διαρκώς και μία προσωπική ματιά, έχει τις δικές του αναζητήσεις, αναζητήσεις που ξεπερνούν πεπερασμένα ιδεολογικά και πολιτικά όρια και φτάνουν σε ζητήματα ύπαρξης, εκεί που διαμορφώνεται και η προσωπική ταυτότητα.
Ένδειξη αυτής της προσωπικής διαδρομής που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη, είναι η σχέση που αναπτύσσει ο Νόλλας αρχικά με τα διαβάσματα και τον κύκλο του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» στο οποίο παίζει κεντρικό ρόλο ο Κ. Καστοριάδης, αλλά και η επιρροή που του ασκούν οι Καταστασιακοί, με τον περίφημο Γκυ Ντεμπόρ, στην καρδιά των εξελίξεων του Μάη του ’68. Την ώρα που περισσότεροι Έλληνες μέσα και έξω από την Ελλάδα συμμετέχουν στις μεγάλες ιδεολογικές διενέξεις για τον κομμουνισμό και τη διάσπαση του ΚΚΕ και ενώ η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα διεγείρει τους νέους στην Ευρώπη, αυτός ανοίγεται σε πιο αιρετικές, λοξές ματιές, πολύ μειοψηφικές από την άποψη της ενεργούς συμμετοχής, αλλά πολύ επιδραστικές στη συνέχεια στην πολιτική σκέψη στους καιρούς που αλλάζουν, αν υπολογίσουμε την επιρροή που ασκεί ακόμα και σήμερα για παράδειγμα η «Κοινωνία του θεάματος» του Ντεμπόρ.
Αυτό όμως είναι ένα μόνο επεισόδιο της αφήγησης του Γ. Βραζιτούλη, ο οποίος με λιτότητα και διακριτικότητα, παρουσιάζει ένα μωσαϊκό γεγονότων και εξελίξεων στη ζωή του Δ. Νόλλα, από την παιδική του ηλικία με την οικογένεια να προσπαθεί να σταθεί στην Αθήνα στην οποία μετοικεί, τα πολλά ταξίδια και τις αλλαγές κατεύθυνσης σε σπουδές και εργασιακά ενδιαφέροντα, μέχρι την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, τις νέες αναζητήσεις. Και όλες αυτές τις διαδρομές τις επεξηγεί με ιστορικά σχόλια και βιβλιογραφικές αναφορές που συνιστούν μία δεύτερη αφήγηση, σαν να διαβάζεις κι άλλες ιστορίες μέσα στην ιστορία του συγγραφέα.
Μπορεί συνεπώς ο αναγνώστης να διαβάσει μία βιογραφία του αγαπημένου του συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα και να παρακινηθεί να αναζητήσει και όλα του τα βιβλία, στα οποία καταλαβαίνουμε ότι αποτυπώνονται οι διαχρονικές του συνταυτίσεις, διαφοροποιήσεις και προσεγγίσεις στους καιρούς που ζει.
Μπορεί όμως κάποιος να αναγνωρίσει και τον κοινωνικό βίο μίας χώρας όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται μετά τον πόλεμο σε μία διαρκή εξέλιξη και μεταβολή, με το άνοιγμα στην Ευρώπη να λειτουργεί ως παράθυρο στον κόσμο όπου γίνονταν σπουδαία πράγματα, αλλά και ως είσοδος αργότερα, ως μπόλιασμα του εγχώριου βίου με τις ανέμους των αλλαγών στην Ευρώπη.
Στη χώρα μας μιλάμε πολύ για τη μεταπολίτευση, δίνουμε πολύ βάρος στην πολιτική, προσπαθούμε να τα βάλουμε όλα μέσα σε κουτάκια, αναγνωρισμένα από τα κόμματα, τις ιδεολογίες, τα κοινωνικά πρότυπα ή και τα ατομικά μας συμφέροντα, αλλά σπάνια προσπαθούμε να δούμε την εξέλιξη των πραγμάτων, την κίνηση των ανθρώπων, τα ερεθίσματα που είχαν για να δράσουν ειδικά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Το βιβλίο του Γ. Βραζιτούλη συμβάλλει και σε αυτήν την κατεύθυνση.
Προσωπικές διαδρομές
Λόγω, ακριβώς της φύσης του βιβλίου, έρχονται και προσωπικές μνήμες. Πρωτοδιάβασα τον Δημήτρη Νόλλα το 1990 με το Τρυφερό Δέρμα που είχε πρωτοεκδοθεί παλιότερα. Ήταν μόλις το τρίτο του βιβλίο, μετά τη «Νεράιδα της Αθήνας» (1974) και την «Πολυξένη» (1974). Ο Γ. Βραζιτούλης (φωτογραφία) με τις πολύ ενδελεχείς αναφορές του, μου θυμίζει ότι πιθανά ένα άρθρο του Ε. Αρανίτση στην Ελευθεροτυπία με παρακινεί να αναζητήσω και τα προηγούμενα βιβλία, με την εμμονή που διατηρώ ως σήμερα να ακολουθώ τοι πλήρες έργο του συγγραφέα. Τότε ζούσα ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, που είχε βιβλιοπωλεία με μεγάλος βάθος στα ράφια τους (Ραγιάς, Μπαρμπουνάκης κ.α) οπότε απέκτησα τη «Νεράιδα» με το εξώφυλλο του Κυριτσόπουλου και νομίζω σε κάποια βιβλιοθήκη βρήκα και την Πολυξένη. Έφτασα σφαίρα ως το έκτο βιβλίο «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» και μετά ως τα «Θολά Τζάμια» και τη «Φωτεινή μαγική» το 2000 οπότε είχα πια μία αίσθηση του έργου του Νόλλα, για να αραιώσω μετά τις αναγνώσεις, όταν μετακινήθηκα προς την ξένη λογοτεχνία.
Οι «Προδότρες λέξεις» έρχονται να βρουν και μία δική μου υποσημείωση για τους «Ηπειρώτες γονείς» που είχε αναφέρει ο συγγραφέας και αργότερα η συνάντηση με το Φεστιβάλ της Βωβούσας. Και το ταξίδι έχει συνέχεια.
Του ΦΙΛΗΜΟΝΑ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΥ