Το νέο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου σε έναν διάλογο της σκέψης και των ιδεών με τον κόσμο εκεί έξω, που αφορά τους αναγνώστες
Πολλές φορές, ίσως και όχι τόσες πολλές, αλλά αρκετές για να δημιουργούν ένα αίσθημα επάρκειας, νιώθεις ότι τα βιβλία ενός συγγραφέα σε ακολουθούν.
Ή τα ακολουθείς εσύ ως κομμάτι του κόσμου που δημιουργούν. Αυτό συμβαίνει με τα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Αυτό συμβαίνει σε εμένα με τα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, αλλά όπως φαίνεται από την επιτυχία του στη μικρή έστω ελληνική αγορά βιβλίου και σε άλλους, αρκετούς αναγνώστες, γυναίκες και άνδρες.
Δεν είναι τόσο υπερβολικό όσο μπορεί να ακούγεται, ούτε η λέξη «επιτυχία» ούτε το να νιώθεις μέρος του λογοτεχνικού κόσμου ενός συγγραφέα.
Το ωραίο με τα βιβλία του Β. Ραπτόπουλου, που έχουν γίνει αρκετά πια, πάνω από 20, είναι ότι έχουν μία ανοιχτή πόρτα που αν την περάσεις, λες «εδώ έχουμε ξανάρθει, για να δούμε πού θα μας βγάλει». Δεν μου έχουν αρέσει όλα τα βιβλία του, ούτε τα έχω διαβάσει όλα, αλλά σε όσα έχω διαβάσει χρειάζομαι λιγότερο από 50 σελίδες για να μπω στο νόημα, στον οικείο κόσμο μίας λογοτεχνικής γραμμής που νιώθω ότι μπορώ να την ακολουθήσω για μία ακόμα φορά.
Πιθανόν αυτό να αφορά εμένα ως αναγνώστη, λόγω της σχέσης που απέκτησα εκεί γύρω στα 20 μου, στις αρχές του 1990, με τα τρία πρώτα του βιβλία, τα Kομματάκια (1979), Διόδια (1982), και Tα τζιτζίκια (1985) που πλέον κυκλοφορούν και σαν σύνολο και σύστησαν τον συγγραφέα στο κοινό, όταν και ο ίδιος ήταν πολύς νέος (είναι γεννημένος το 1959).
Αν υπολογίσουμε μία χρονική καθυστέρηση στις εξελίξεις στην ελληνική επαρχία που την έβλεπες ακόμα στα τέλη του ’80, εκείνα τα πρώτα του βιβλία, έμοιαζαν σε μένα που μεγάλωσα στη βαθιά επαρχία των Ιωαννίνων και σαν ένας οικείος δρόμος προς την ενηλικίωση.
Εκείνο το νήμα ξανάπιασα με το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» (Κέδρος 2021). Στο ανάμεσα βέβαια, υπήρξαν πολλά ακόμα βιβλία, ταινίες, άρθρα, συνεντεύξεις του Βαγγέλη Ραπτόπουλου που αύξησαν την τάση και το μάκρος αυτού του νήματος.
Αυτή συνεπώς η «επιλεκτική αυτοβιογραφία», είναι ένα καλοδεχούμενο κείμενο για όσους έχουν κάποιες εμπειρίες από τον κόσμο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, αλλά θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως έναυσμα για όσους νεότερους θα ήθελαν να τον γνωρίσουν. Και επειδή τα χρόνια πέρασαν για όλους μας, υπάρχουν αρκετές γενιές πια που θα μπορούσαν να βρουν το δικό τους νήμα στα βιβλία του, ειδικά αν ενδιαφέρονται για τις όψεις της ελληνικής πραγματικότητας τις τελευταίες δεκαετίες.
Το βιβλίο περιέχει 36 μικρά κείμενα από τη ζωή του συγγραφέα, τη λογοτεχνική του ζωή και την ας πούμε κανονική που μάλλον δεν μπορείς να τις ξεδιαλύνεις τη μία από την άλλη όταν μιλάς για συγγραφείς.
Κι αυτό είναι ένα από τα θέματα του βιβλίου, οι επιλογές οι προσωπικές, ο βίος, τα διαβάσματα, οι γνωριμίες και οι σχέσεις, ο τόπος, η γλώσσα, η πολιτική, ολόκληροι κόσμοι, μεγάλες και μικρές ψηφίδες, ο κόσμος ενός συγγραφέα, αλλά τελικά και ο δικός μας κόσμος.
Και υπό αυτήν την έννοια, το θέμα δεν είναι τι λέει εδώ ο συγγραφέας, το να διαφωνήσουμε ή να συμφωνήσουμε μαζί του για κάποια άποψή του, αλλά να δούμε πώς χτίζεται ένας κόσμος, ο κόσμος κάποιου που ζει και γράφει βιβλία που αναζητούν αναγνώστες. Κι αυτός ο κόσμος στηρίζεται πάνω σε ιδέες και σκέψεις, σε έναν συνεχή διάλογο εσωτερικό με όσα συμβαίνουν γύρω του, ό,τι διαμορφώνει την προσωπική και συλλογική ταυτότητα. Έναν διάλογο που μας αφορά.
Δεν πρόκειται για μία είσοδο στο «εργαστήριο του συγγραφέα» ώστε να μάθουμε «πώς γράφει», αλλά ούτε και μία «κρυφή ματιά» στην προσωπική του ζωή από την οποία παρελαύνουν επώνυμοι συγγραφείς, μεγάλα γεγονότα και εμπειρίες με δημόσιο ενδιαφέρον.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το κείμενο «Σταυρούλα» που αφορά τις πολιτικές διαφωνίες εντός της οικογένειάς του, ως και τα σκληρά χρόνια της κρίσης. Δεν αποτελεί μία «προσωπική» ιστορία, ακριβώς γιατί καταφέρνει να συνδεθεί με τις ιστορίες όλων μας, τουλάχιστον όσων από εμάς ζούμε σε οικογένειες και σχέσεις που κάθε μέρα βρίσκονται σε έναν διάλογο με το πολιτικό και πολύ συχνά πέφτει πάνω μας η πραγματικότητα και πρέπει να πάρουμε αποφάσεις που θα επηρεάσουν τις ζωές μας.
Έχουμε να κάνουμε συνεπώς με τη βιωμένη εμπειρία ενός συγγραφέα, με τις αποφάσεις, αλλά και τα διλήμματά του, με τη γνώση που αποκτά μεγαλώνοντας, αλλά και τα νέα ερωτήματα που του προκύπτουν.
Λίγο στερεότυπα θα λέγαμε ότι είναι ένας διάλογος του «φαντασιακού» (οι σκέψεις, οι ιδέες), με το «πραγματικό» (τη ζωή εκεί έξω από την οθόνη ή το σπίτι) και αυτό μας δίνει μία ωραία πάσα για να κάνουμε και μία ακόμα συγκεκριμένη αναφορά από τη θεματική των κειμένων που είναι η αγάπη του Β. Ραπτόπουλου για τον Στίβεν Κινγκ, αυτόν τον «λαϊκό, εθνικό πεζογράφο των ΗΠΑ» όπως τον αποκαλεί που είναι βέβαιο ότι είναι ένας άγνωστος για ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων αναγνωστών, αλλά αποτελεί μέρος του κόσμου τους για πολλούς άλλους αναγνώστες. Το ότι ο Στίβεν Κινγκ έχει γράψει κι ένα βιβλίο «Περί συγγραφής» (Bell 2006) αυξάνει τις συνταυτίσεις για όσους ενδιαφέρονται.
Παρ’ όλα αυτά στο «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος είναι φανερό ότι δεν έχει φτάσει σε κάποιο μεγάλο σταθμό και αποχωρεί από το ταξίδι, γιατί στις ράγες έχει ακόμα πολλά βαγόνια. Κάποια κείμενα μοιάζει να ήθελαν να πουν κι άλλα, κάποιες σκέψεις σίγουρα αφήνουν ανοιχτή την επάνοδο. Είναι βέβαιο, ότι το «λογοτεχνικό χρυσάφι» που διηγείται ότι βρήκε στον δρόμο του, σκάβοντας «πολλή γη» μέσα στα χρόνια, φτάνει και για επόμενα βιβλία. Αναμένουμε…
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ