Τον είδαμε πρόσφατα στα βραβεία Public να κλέβει τις εντυπώσεις, μιλώντας μάλιστα στα ελληνικά για τους ήρωες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και εξηγώντας πώς γοητεύτηκε για πάντα από τις ομορφιές της Κρήτης. Ωραίος ομιλητής, υπέροχος story teller και με συμπαντική ματιά, ο Anthony Horowitz συγκαταλέγεται σε αυτήν τη σπάνια ομήγυρη των πεφωτισμένων φιλελλήνων της Αγγλίας. Εκτός, όμως, από τη διεισδυτική ματιά και το δηκτικό χιούμορ, ο δημοφιλής Βρετανός συγγραφέας διαθέτει και μια επιπλέον ιδιότητα, αυτήν του συγγραφέα των αστυνομικών, βασισμένων στους άγραφους κανόνες του βρετανικού crime fiction, αλλά με μια φρεσκάδα που σπανίζει στους μοντέρνους συγγραφείς – είναι υπεύθυνος για μια σειρά αστυνομικών, όλα τους αγαπημένα και ευπώλητα και στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Πολυπράγμων και αεικίνητος, εκτός από αστυνομικά και τις νέες περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς αλλά και του Τζέιμς Μποντ –κάτι ξέρουν οι Άγγλοι για να του εμπιστεύονται το «βαρύ πυροβολικό» της αστυνομικής τους λογοτεχνίας–, ο ξεχωριστός κύριος Χόροβιτς γράφει σενάρια για πετυχημένες τηλεοπτικές σειρές («Foyle’s War», «Midsomer Murders»), θεατρικά, διάφορα reviews, ταξιδιωτικά ρεπορτάζ, ενώ φαίνεται να έχει ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα σχολικού εκφοβισμού.
Δεν είναι τυχαίο ότι πιο αγαπημένος του επιθεωρητής είναι ένας έφηβος, ο Άλεξ Ράιντερ, τον οποίο λατρεύει το πιο δύσκολο κοινό, οι αναγνώστες παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Μάλιστα, μιλώντας πρόσφατα σε μια εκδήλωση που οργάνωσε η βρετανική πρεσβεία, σε συνεργασία με το British Council, στα βιβλιοπωλεία Public με τον Βαγγέλη Προβιά, ο Χόροβιτς εξηγούσε τη δική του ανέλπιστη επιτυχία ως συγγραφέα εφηβικής λογοτεχνίας: «Τα παιδικά βιβλία, την εποχή που ξεκίνησα να γράφω, ήταν ελάχιστα, κανείς δεν έγραφε για τα παιδιά, κανείς δεν ενδιαφερόταν, δεν υπήρχαν ξεχωριστά ράφια στα βιβλιοπωλεία γι’ αυτά τα βιβλία, δεν γράφονταν άρθρα στις εφημερίδες. Ο μοναδικός νεότερος συγγραφέας που είχε γράψει για παιδιά ήταν ο Ρόαλντ Νταλ, αλλά ακόμα κι αυτός ήταν ήδη νεκρός. Τα παιδιά διάβαζαν βιβλία παλαιότερων συγγραφέων, βιβλία που είχαν διαβάσει οι γονείς τους, όταν ήταν κι εκείνοι παιδιά. Όλοι οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων ήταν νεκροί. Μετά την Τζ.Κ. Ρόουλινγκ και τον Χάρι Πότερ άλλαξε το τοπίο στην παιδική λογοτεχνία. Το πρώτο βιβλίο το έγραψα στα 22 μου χρόνια. Ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω βιβλία για παιδιά ήταν γιατί προσπαθούσα να ζήσω μια όμορφη παιδική ηλικία με τη βοήθεια της φαντασίας μου, γιατί η δική μου ήταν εφιαλτική».
Και αυτό κάνει τη διαφορά: ακροβατώντας πάντα με ιδανικό τρόπο ανάμεσα στο βιωματικό και στο φανταστικό, όπως έγραψαν και οι «Financial Times», επιμένοντας πως είναι ένας συγγραφέας που «ξέρει να θολώνει με μαεστρία τη γραμμή μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας», στο νέο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Διόπτρα, Η λέξη είναι φόνος (σε μετάφραση Χριστιάννας Σακελλαροπούλου), φαίνεται να το φτάνει στα άκρα, βάζοντας τον εαυτό του σε ρόλο πρωταγωνιστικό. Τα παιχνίδια του εγκιβωτισμού –του περίφημου mise en abyme–, οικεία στον Άντονι Χόροβιτς, φαίνεται να διαδραματίζουν εδώ πρωτεύοντα ρόλο, όπως και στο συναρπαστικό Οι φόνοι της κίσσας (κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Χριστιάννας Σακελλαροπούλου).
Από την αρχή, από την πρώτη κιόλας πρόταση, που δείχνει και το βρετανικό δηκτικό χιούμορ του συγγραφέα, ο οποίος βάζει τη στοχαστική επιμελήτρια Σούζαν Ράιλαντ να τρώει αμέριμνα τα νάτσος της λίγο πριν έρθει αντιμέτωπη με την πιο δύσκολη, όχι μόνο βιβλιοφιλικά αλλά και ουσιαστικά, ιστορία της ζωής της, δείχνει τις προθέσεις του, ξετυλίγοντας μια πραγματική ιστορία μυστηρίου, παράλληλα με μια φανταστική. Κι αυτό γιατί το βιβλίο που έχει αναλάβει να επιμεληθεί η Ράιλαντ δεν θα αργήσει να αποδειχτεί μια περίτεχνη ιστορία μυστηρίου στην πράξη. Πρόκειται για το χειρόγραφο του τελευταίου έργου του διάσημου συγγραφέα Άλαν Κόνγουεϊ, προτού τον βρει αδόκητα ο θάνατος.
Το βιβλίο ξεκινάει με μια κηδεία –όπως στο Η λέξη είναι φόνος, με την οποία υπόγεια συνομιλεί– στο ήρεμο χωριό Σάκσμπι-ον-Έιβον στις αρχές της δεκαετίας του ’50, κάτι που δίνει αφορμή στον συγγραφέα να αποδώσει μοναδικά όλη την ατμόσφαιρα, τις συνθήκες και τις αντιδράσεις της βρετανικής επαρχίας περασμένων εποχών. Οι κάτοικοι βρίσκονται σε αναβρασμό, καθώς έχουν συμβεί δύο τραγικά συμβάντα, ο θάνατος μιας καθαρίστριας και ο βίαιος αποκεφαλισμός του τοπικού γαιοκτήμονα, οδηγώντας τον ντετέκτιβ Άττικους Πιντ σε ένα δύσκολο μυστήριο με πολλούς πρωταγωνιστές και ακόμα περισσότερους υπόπτους στο κλασικό μοτίβο της Άγκαθα Κρίστι, στην οποία ο Χόροβιτς δείχνει να αποτίνει πανηγυρικά φόρο τιμής.
Ωστόσο, την ώρα που ο δολοφόνος είναι έτοιμος να αποκαλυφθεί, το χειρόγραφο σταματά και η επιμελήτρια ανακαλύπτει πως λείπουν σελίδες. Δεδομένης της αυτοκτονίας του συγγραφέα του, που δεν έχει πείσει ακόμα την επιμελήτρια, και του σημειώματος που άφησε, δημιουργούνται υποψίες ότι μάλλον πρόκειται για φόνο. Η επιμελήτρια μετατρέπεται έτσι σε ντετέκτιβ και, σε συνδυασμό με τον χάρτινο επιθεωρητή του βιβλίου, έχουμε ένα ιδανικό «mystery box» που ολοκληρώνει το πριν και το μετά, ουσιαστικά τις διαφορετικές πτυχές της βρετανικής αστυνομικής μυθιστορίας.
Επιπλέον, το σύγχρονο Λονδίνο, όπου διαδραματίζεται η σύγχρονη πλοκή με τους φρενήρεις ρυθμούς και τις πολλαπλές επιδράσεις, λειτουργεί αντιστικτικά στη βρετανική επαρχία της δεκαετίας του ’50, δημιουργώντας άλλο ένα αγαπημένο δίπολο, από αυτά που προτιμάει ο συγγραφέας. Κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει και η Κρήτη, που πρωταγωνιστεί σε διαφορετικά σημεία, ειδικά στο τέλος του βιβλίου. Είπαμε, ο Χόροβιτς αρέσκεται στο παιχνίδι του βιωματικού με το φανταστικό και δεν θα μπορούσε να αφήσει εκτός δράσης τον λατρεμένο του Άγιο Νικόλαο, το μοντέρνο καταφύγιό του, τον δικό «επίγειο παράδεισο», όπως έχει πει χαρακτηριστικά.
Ίσως γι’ αυτό και το Η λέξη είναι φόνος ξεκινάει με την περιγραφή ενός πρωινού με ψεύτικο φως που νομίζεις ότι θα σε ζεστάνει, αλλά δεν τα καταφέρνει ποτέ, σε αντίθεση με το μεσογειακό φως της Ελλάδας, εμπλέκοντας μοναδικά το παρελθόν με το παρόν, τον αστυνομικό επιθεωρητή με τον ίδιο τον εαυτό του, καθώς ο Άντονι Χόροβιτς αναλαμβάνει, ως πρωταγωνιστής της έρευνας, να την καταγράψει σαν μελλοντικό αστυνομικό βιβλίο. Και εκεί είναι που η πραγματική αγωνία του συγγραφέα για τη λέξη, την αφήγηση και την πλοκή, δηλαδή το δικό του εργαστήρι, έρχεται στο φως παράλληλα με τα στοιχεία του μυστηρίου και με απρόσμενες συναντήσεις με ανθρώπους του θεάματος και κορυφαίους σκηνοθέτες που προφανώς ο ίδιος ο Χόροβιτς έχει συναντήσει.
Το παιχνίδι υπάρχει πάντα στα βιβλία του Χόροβιτς, ο οποίος μπορεί να μη λησμονεί τον βαρύ πυρήνα της συναρπαστικής αφήγησης που χαρακτηρίζει τα ευπώλητα, αλλά παραμένει πιστός στους κανόνες του βρετανικού μυθιστορήματος, που είναι χαρακτήρες, δομή και πλοκή. Μακριά από τα εξοντωτικά ματωμένα σκηνικά του σκανδιναβικού Βορρά, με έναν αέρα βρετανικής επιδεξιότητας και αφοσίωσης στο ένα και μοναδικό όπλο, το μυαλό του ικανού, πολυμήχανου ντετέκτιβ. Δεν είναι να απορείς που ο Χόροβιτς λατρεύει τόσο τον δικό μας Οδυσσέα.