Η χώρα αδυνατεί να προσφέρει στους νέους σταθερό και αξιοπρεπές πλαίσιο ζωής, επισημαίνει το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών
Σε μια περίοδο που η Ελλάδα αντιμετωπίζει έντονο ζήτημα με το δημογραφικό, το ερώτημα κατά πόσο η χώρα είναι σήμερα ένας «καλός τόπος για να ζεις και να κάνεις οικογένεια και παιδιά» τίθεται πλέον επισταμένως.
Τα συμπεράσματα νέας μελέτης του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (Ι.Δ.Ε.Μ.) και του εργαστηρίου Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, φωτίζουν τη βαθιά διασύνδεση μεταξύ της υπογεννητικότητας και του συνολικού πλαισίου διαβίωσης, ιδίως για τις νεότερες γενιές.
Η έρευνα διαπιστώνει πως η μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα δεν οφείλεται μόνο στη χαμηλή συγχρονική γονιμότητα – που πλέον κυμαίνεται κάτω από 1,4 παιδιά ανά γυναίκα- αλλά και στη ραγδαία συρρίκνωση του πληθυσμού αναπαραγωγικής ηλικίας (15-49 ετών). Η κατάσταση επιδεινώνεται από τη συνεχιζόμενη φυγή νέων στο εξωτερικό, με τις διαθέσιμες προβολές να προειδοποιούν για περαιτέρω μείωση στο μέλλον.
Ωστόσο, όπως τονίζεται, το πρόβλημα δεν είναι μόνο αριθμητικό ή δημογραφικό. Η συρρίκνωση των γεννήσεων αντανακλά ένα πολύ ευρύτερο κοινωνικό φάσμα: την αδυναμία της χώρας να προσφέρει στους νέους ένα σταθερό και αξιοπρεπές πλαίσιο ζωής, που να καθιστά ελκυστική την απόφαση δημιουργίας οικογένειας.
Η μελέτη υπογραμμίζει τις ελλείψεις σε θεμελιώδεις τομείς της καθημερινότητας: στέγαση, εργασία, υγεία, παιδεία, κρατική μέριμνα για την οικογένεια και το παιδί. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ότι οι νέοι –ακόμη κι εκείνοι που εργάζονται– αδυνατούν να ανεξαρτητοποιηθούν, παραμένοντας στην οικογενειακή εστία λόγω της έκρηξης στις τιμές ενοικίων και ακινήτων. Οι συνθήκες εργασίας, ασταθείς και συχνά κακοπληρωμένες, συμπληρώνουν το παζλ μιας καθημερινότητας που δεν επιτρέπει ούτε τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ούτε την απόκτηση παιδιών με αξιοπρέπεια.
Η εκτεταμένη επισφαλής εργασία, ειδικά στους νέους και τις γυναίκες, αλλά και η απουσία σοβαρών θεσμικών εγγυήσεων για την ανατροφή των παιδιών, καθιστούν τις αποσπασματικές επιδοματικές πολιτικές –όπως το εφάπαξ επίδομα γέννησης– αναποτελεσματικές. Δεν αρκεί ένα bonus στη γέννηση, σημειώνει το Ι.Δ.Ε.Μ., για να πειστούν οι νέοι να γίνουν γονείς: αυτό που λείπει είναι η βεβαιότητα ότι το κράτος θα σταθεί δίπλα τους μακροπρόθεσμα.
Φυγή ή ατεκνία, το δίλημμα μιας γενιάς
«Το πλαίσιο ζωής στην Ελλάδα σήμερα φαίνεται πως είτε ωθεί τους νέους ανθρώπους στη φυγή είτε στην ατεκνία», αναφέρεται χαρακτηριστικά στη μελέτη. Οι όροι ζωής, και κυρίως οι απολαβές και οι συνθήκες εργασίας, αποδεικνύονται κομβικοί στην απόφαση πολλών νέων να αναζητήσουν καλύτερες προοπτικές στο εξωτερικό. Όπως υπενθυμίζει και ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, «η εύρεση εργασίας αντίστοιχης των σπουδών, με καλές απολαβές και συνθήκες, αποτελεί το βασικό κίνητρο για τη “διαρροή εγκεφάλων”».
Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και του CEDEFOP, ενώ η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι η χαμηλόμισθη εργασία δεν προσφέρει καν οφέλη παραγωγικότητας ή βιώσιμης ανάπτυξης. Αντίθετα, επιτείνει τη φτωχοποίηση και αδυνατεί να ενσωματώσει τις τεχνολογικές εξελίξεις, στερώντας τη χώρα από το μέλλον της.
Η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη όχι μόνο για αλλαγή στις κοινωνικές πολιτικές αλλά και για έναν νέο σχεδιασμό στη μεταναστευτική πολιτική. Η ενσωμάτωση μεταναστών και προσφύγων, η προσέλκυση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και η επιστροφή των νέων που έφυγαν αποτελούν κρίσιμα εργαλεία ανάσχεσης της πληθυσμιακής καθίζησης.
Η Ελλάδα, καταλήγει το Ι.Δ.Ε.Μ., οφείλει να διαμορφώσει ένα συνεκτικό εθνικό σχέδιο για τις συνθήκες ζωής των νέων – όχι απλώς για να ενισχύσει τις γεννήσεις, αλλά για να παραμείνει μια χώρα βιώσιμη, δίκαιη και ελκυστική για όσους θέλουν να ζήσουν, να δημιουργήσουν και να μεγαλώσουν παιδιά εδώ.