Με ένα σπριντ ολυμπιακών προδιαγραφών, η διαχείριση του Μεταναστευτικού σκαρφάλωσε στις πρώτες θέσεις των θετικών δεικτών της κυβέρνησης, υπερπηδώντας μέσα σε έναν χρόνο όλα τα εμπόδια: έλλειψη εμπιστοσύνης, απογοήτευση, δυσπιστία και ματαίωση των προσδοκιών. Κλειδί για την πορεία εκτόξευσης του συγκεκριμένου πεδίου άσκησης πολιτικής υπήρξε η ριζική αναθεώρηση της εθνικής πολιτικής, με το αρμόδιο υπουργείο να σηκώνει τα μανίκια, πιάνοντας το νήμα κυριολεκτικά από την αρχή. Σε «βαρύ χαρτί» της κυβέρνησης εξελίσσεται ο «καυτός» φάκελος του Μεταναστευτικού, διαψεύδοντας ακόμη και τους πιο απαισιόδοξους εκ του αποτελέσματος, δηλαδή της δραστικής διευθέτησης ενός από τα πιο σύνθετα, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα του 21ου αιώνα. Αφενός οι διεθνικές προεκτάσεις του προβλήματος και αφετέρου οι εικόνες που βίωσε η ελληνική κοινωνία στο πρόσφατο παρελθόν, με τους μετανάστες να «λιάζονται» σε κεντρικά σημεία της Αθήνας χωρίς υποδομές και σχέδιο, είχαν εξαερώσει την όποια πίστη των πολιτών απέναντι στην ύπαρξη ισχυρής πολιτικής βούλησης για την ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος, συλλογική εντύπωση που κληρονόμησε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη.
Οι δημοσκοπήσεις
Ενδεικτικό της έλλειψης προοπτικής απέναντι στο Μεταναστευτικό υπήρξε το γεγονός ότι το άθροισμα των παραστάσεων για την κυβέρνηση έφερε θετικό πρόσημο (ακόμη και σε δύσκολους τομείς, όπως η οικονομία, η φορολογία και η ασφάλεια), αλλά υπολειπόταν σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του 2019 στο συγκεκριμένο πεδίο, συρρικνώνοντας τα συνολικά ποσοστά αποδοχής του κυβερνητικού σχήματος. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, οι θετικές γνώμες για τη διαχείριση του Μεταναστευτικού από την κυβέρνηση άγγιζαν το 10%, με τους πολίτες να προεξοφλούν ότι το Μέγαρο Μαξίμου θα ακολουθούσε την πεπατημένη επί ΣΥΡΙΖΑ, επιφέροντας δηλαδή ανεπαίσθητες αλλαγές στη διαχείρισή του, άποψη που διατυπωνόταν μαζικά στις απαντήσεις της πλειοψηφίας των ερωτηθέντων στις περισσότερες δημοσκοπήσεις. Ανατρέποντας, ωστόσο, τα προγνωστικά, οι θετικές γνώμες για το Μεταναστευτικό φτάνουν πλέον το 35%, με το ιστορικό υψηλό να καταγράφεται στην τελευταία μέτρηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ, όπου το 40% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι μια κυβέρνηση Ν.Δ. μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα το ζήτημα, έναντι 21% που απάντησαν «μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Σημείο καμπής για τη διευθέτηση του Μεταναστευτικού, ωστόσο, αποτέλεσε το 2020, οπότε άρχισε να ξεδιπλώνεται η αλλαγή οπτικής σε όλο το φάσμα του, με την κυβέρνηση να προωθεί ταυτόχρονες δραστικές αλλαγές σε πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Η κοινωνική πίεση, άλλωστε, από την εικόνα χάους που εξέπεμπαν οι δομές φιλοξενίας, αλλά και οι διαρκώς αυξανόμενες ροές είχαν στενέψει τα όποια χρονικά περιθώρια παρέμβασης από πλευράς της κυβέρνησης. Λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη Ν.Δ. και στα νησιά -κυρίως του Βορειοανατολικού Αιγαίου- η κατάσταση έτεινε σε έκρυθμη, με το καλοκαίρι του 2019 να σημαίνει συναγερμό στην Αθήνα για συνολικό επανασχεδιασμό της εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής.
Σημάδια αντιστροφής της αρνητικής εικόνας που αντανακλούσε η χώρα λόγω του Μεταναστευτικού άρχισαν να διακρίνονται από τα μέσα του Ιανουαρίου του 2020, οπότε και αποφασίστηκε η επανασύσταση του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, ως κέντρου βάρους και συντονισμού των ενεργειών για τη θεραπεία του προβλήματος. Πιο αισθητή, όμως, κατέστη η κυβερνητική παρέμβαση όταν άρχισαν να καταγράφονται οι πρώτες, μειωμένες ροές μεταναστών.
Για τους εμπλεκόμενους φορείς, η επίτευξη του στρατηγικού στόχου για την ανάκτηση του ελέγχου στο Μεταναστευτικό φάνταζε ουτοπία, αν δεν συνοδευόταν από αισθητή μείωση των ροών, η οποία θα σηματοδοτούσε ταυτόχρονα τη συνολική αλλαγή γραμμής πλεύσης της κυβέρνησης. Στον τομέα αυτό, οι προσπάθειες άρχισαν να αποδίδουν καρπούς ήδη εντός του 2020, ώστε η μείωση των ροών να φτάσει τελικά στο 80%, δηλαδή οι αφίξεις από περίπου 72.000 το 2019, μειώθηκαν σε 15.000 το 2020. Την ταχύτητα της αποκλιμάκωσης του όγκου των ροών αποτυπώνει χαρακτηριστικά το τελευταίο εννεάμηνο του 2020, όπου η μείωση των αφίξεων στα νησιά αγγίζει το 94%. Από το 2017, άλλωστε, είναι η πρώτη φορά που ο στόχος της δραστικής μείωσης των μεταναστευτικών ροών δεν μένει στα χαρτιά, παρότι τόσο η διεθνής όσο και η ευρωπαϊκή συγκυρία δεν είναι καθόλου ευνοϊκή, αλλά το αντίθετο.
Παράδειγμα
Το ίδιο διάστημα που στην Ελλάδα φθίνουν εντυπωσιακά οι μεταναστευτικές ροές, το υπουργείο Εσωτερικών της Ιταλίας αποτιμά στις 34.134 τις αφίξεις μεταναστών στη χώρα για το 2020, ενισχυμένες δηλαδή κατά 197% σε σύγκριση με τις αφίξεις του 2019, που είχαν φτάσει στις 11.471. Ούτε, όμως, η Ισπανία αποτέλεσε εξαίρεση της ευρωπαϊκής αυτής τάσης, αφού το υπουργείο Εσωτερικών της χώρας έκανε λόγο για 41.861 αφίξεις μεταναστών σε όλη τη διάρκεια του 2020, αυξημένες κατά 29% από το 2019, οπότε και καταγράφηκαν 32.449. Την ίδια ανοδική τάση στον αριθμό των αφίξεων στις υπόλοιπες -πλην της Ελλάδας- χώρες του ευρωπαϊκού Νότου επαληθεύουν και τα ετήσια στατιστικά στοιχεία της FRONTEX για το 2020, στα οποία καταγράφεται επίσης η σημαντική μείωση των ροών επί ελληνικού εδάφους. Συνεπώς, η αντίστροφη τάση που παρατηρείται στην Ελλάδα σε σχέση με τις όμορες χώρες και πύλες εισόδου της Ευρώπης έγκειται στην αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης από την Αθήνα, η οποία συνοψίζεται, εν πολλοίς, στο δόγμα «αποφασιστικότητα στη φύλαξη των συνόρων μας, με απόλυτο σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και τις ευρωπαϊκές αξίες».
Σε κάθε περίπτωση, όμως, «ηλεκτροσόκ» για την τάχιστη λήψη αποφάσεων στη διαχείριση του Μεταναστευτικού το 2020 αποτέλεσε η Μόρια, στην οποία η εκδήλωση μιας ανθρωπιστικής κρίσης φάνταζε κάτι περισσότερο από απόλυτη βεβαιότητα. Με την απειλή μιας ανεξέλεγκτης καταστροφής άγνωστων συνεπειών να επικρέμαται πάνω από τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες, η απάντηση της Αθήνας σχηματοποιήθηκε στην κατασκευή μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα της προσωρινής δομής στο Μαυροβούνι, ως έσχατης λύσης για τη στέγαση χιλιάδων ανθρώπων χωρίς κατάλυμα και στοιχειώδεις υποδομές υγιεινής μέχρι τότε. Η ανάγκη για καθημερινή βελτίωση των υποδομών φιλοξενίας, αλλά και οι αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας έχουν επιταχύνει τη δημιουργία μιας νέας ελεγχόμενης δομής στη Λέσβο, υποστηριζόμενης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη δέσμευση «όχι πια άλλη Μόρια». Ταυτόχρονα, η ολοκλήρωση αυτής της νέας δομής θα σημάνει και το οριστικό κλείσιμο της προσωρινής δομής στο Μαυροβούνι, ενώ θα αποτελέσει αναμφίβολα πιλότο για την κατασκευή αντίστοιχων, ελεγχόμενων δομών και στα υπόλοιπα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξομαλύνοντας τις συνθήκες διαβίωσης τόσο για τους μετανάστες όσο και για τους ντόπιους κατοίκους.
Κινήσεις ευαισθησίας
Παράλληλα, από την ομπρέλα δράσεων για την αποκατάσταση της διεθνούς εικόνας της χώρας λόγω του Μεταναστευτικού δεν έλειψαν οι δράσεις για τα ασυνόδευτα ανήλικα παιδιά, οι οποίες προσέλκυσαν από την πρώτη στιγμή το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής κοινότητας. Η αρχή για μια νέα στρατηγική διαχείρισης του ευαίσθητου αυτού πληθυσμού έγινε με την κατάργηση μιας επαίσχυντης διάταξης, η οποία επέτρεπε τα τελευταία 21 χρόνια να κρατούνται ασυνόδευτα ανήλικα στα κρατητήρια των Αστυνομικών Τμημάτων. Θεραπεύοντας αυτό τον αναχρονισμό, μεταφέρθηκαν με ομολογουμένως μεγάλη προσπάθεια όλα τα ασυνόδευτα ανήλικα από τα νησιά σε ασφαλείς δομές φιλοξενίας, επιτυγχάνοντας στην πραγματικότητα έναν άθλο, αφού σήμερα, μετά από πολλά χρόνια, δεν υπάρχουν «ξεχασμένα» ασυνόδευτα ανήλικα από προηγούμενους μήνες στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Στην εξομάλυνση των συνθηκών στις δομές φιλοξενίας συνετέλεσαν και οι σχετικές μέριμνες που υπήρξαν από πλευράς της κυβέρνησης για την προστασία των μεταναστών από τον COVID-19. Με την κωδική ονομασία «Αγνοδίκη», εκπονήθηκε και υλοποιείται ειδικό επιχειρησιακό σχέδιο ελέγχου του κορωνοϊού στις δομές φιλοξενίας, ώστε ο αριθμός των κρουσμάτων να παραμείνει σταθερά στο 1% του πληθυσμού, με μία μόνο απώλεια ανθρώπινης ζωής.
Παρά τα ειδικά μέτρα προστασίας των μεταναστών από τον κορωνοϊό, η εκδήλωση της πανδημίας μετέβαλε άρδην τους ρυθμούς δράσης και στην περίπτωση του Μεταναστευτικού, ιδίως ως προς την τήρηση του χρονοδιαγράμματος των επιστροφών και των μετεγκαταστάσεων, που μπλόκαρε τον περασμένο Μάρτιο. Στην παρούσα φάση, όμως, η Ελλάδα επανεκκινεί το πρόγραμμα επιστροφών όσων αλλοδαπών δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας, έχοντας καταθέσει σχετικό αίτημα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη FRONTEX για την άμεση επιστροφή 1.450 ατόμων, βάσει της Κοινής Δήλωσης Ε.Ε. – Τουρκίας.
Ειδικότερα, στο ελληνικό αίτημα περιγράφεται ότι πρέπει να επιστρέψουν στην Τουρκία 955 αλλοδαποί που μπήκαν στη χώρα και βρίσκονται στη Λέσβο, 180 που βρίσκονται στη Χίο, 128 που βρίσκονται στη Σάμο και 187 στην Κω. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι τα αιτήματα όλων για παραμονή στη χώρα λόγω διεθνούς προστασίας έχουν απορριφθεί τελεσίδικα, 1.450 αλλοδαποί κρίνονται επιστρεπτέοι με τερματικό σταθμό της πορείας τους την Τουρκία. Καθοριστικής σημασίας, ωστόσο, για την επανέναρξη -δέκα μήνες μετά- της διαδικασίας επιστροφών με ασφάλεια στην Τουρκία όσων αλλοδαπών δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας αποτέλεσαν τόσο οι ταχείες διαδικασίες ελέγχων για COVID-19 όσο και η επιτάχυνση της διαδικασίας ασύλου. Οι επιστροφές δηλαδή θα δρομολογούνται χωρίς να παραγνωρίζονται ούτε το υφιστάμενο θεσμικό και νομικό πλαίσιο, ούτε και τα υγειονομικά πρωτόκολλα.
Με αυτές τις προϋποθέσεις, οι επιστροφές ισοδυναμούν πλέον με την έκφραση μιας δίκαιης πολιτικής από μέρους της Ελλάδας, σύμφυτης με τις ευρωπαϊκές αξίες και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, αναθερμαίνοντας τη σχετική διαδικασία. Η τελευταία είχε παγώσει στις 15 Μαρτίου 2020, καθώς η Τουρκία πρόβαλε ως αιτία παύσης τους περιορισμούς της πανδημίας. Νωρίτερα, το πρώτο δίμηνο του 2020 οι επιστροφές προς την Τουρκία είχαν φτάσει συνολικά τις 139, κρατώντας τη διαδικασία ζωντανή. Η αναθεωρημένη στρατηγική της Αθήνας για το Μεταναστευτικό περιελάμβανε ακόμη την αξιοποίηση και άλλων μηχανισμών επιστροφών, πλην αυτών που απορρέουν από την Κοινή Δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας, ώστε να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό η αποσυμφόρηση των νησιών, αλλά και της ενδοχώρας. Κάνοντας χρήση αυτών των μηχανισμών, συνολικά μέσα το 2020 αποχώρησαν από την Ελλάδα 11.297 άτομα, με επιστέγασμα της προσπάθειας τα στοιχεία του τελευταίου επταμήνου.
Ο στόχος
Βάσει αυτών, για πρώτη φορά η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της ελληνικής πλευράς, με το ισοζύγιο αποχωρήσεων – αφίξεων να φέρει θετικό πρόσημο, όπερ και σημαίνει ότι όσοι αναχώρησαν το διάστημα αυτό ήταν περισσότεροι από αυτούς που καταφτάνουν μέσω των νησιών ή του Εβρου. Ηδη στη διάρκεια του 2020 έχουν φύγει από τη χώρα 11.297 άτομα και έχουν έρθει μόλις 14.848, με τους αριθμούς να καθιστούν πλέον την Ελλάδα, από κυβερνητικό outsider, ευρωπαϊκό φαβορί στη διαχείριση των ροών.