Τα σχολεία δεν αποτελούν εστία υπερμετάδοσης του ιού
Mε την Ευρώπη να επαναφέρει περιοριστικά μέτρα κοινωνικής απόστασης στις προσπάθειες να θέσει υπό έλεγχο το δεύτερο κύμα κρουσμάτων κορωνοϊού, η προσοχή στρέφεται στα σχολεία και στο ρόλο τους στη μετάδοση της νόσου Covid-19.
Σχετικές μελέτες σε Γερμανία και Νορβηγία, καθώς και δύο εκθέσεις παγκόσμιας εμβέλειας καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ένα δεύτερο γενικευμένο «λουκέτο» στις σχολικές μονάδες θα έχει περιορισμένο ρόλο στην ανάσχεση του Sars-Cov-2, του ιού που ευθύνεται για τη νόσο Covid-19.
Kαθησυχαστική η εικόνα και στην Ελλάδα, με την υφυπουργό Παιδείας, Σοφία Ζαχαράκη, να σημειώνει ότι το ποσοστό σχολείων και τμημάτων που έχουν κλείσει λόγω κορωνοϊού είναι μικρό. Συγκεκριμένα, 36 σχολεία και 300 τμήματα σε όλη τη χώρα.
Τα συμπεράσματα των ερευνών συνηγορούν υπέρ των έως τώρα αποφάσεων για τοπικά lockdown και αυστηροποίηση των μέτρων εν μέσω του δεύτερου κύματος, με τα σχολεία όμως να παραμένουν ανοικτά, σημειώνουν οι «FT» σε σχετικό άρθρο.
Βασική ανησυχία των αρχών ανά τον κόσμο είναι ότι ένα δεύτερο «λουκέτο» στα σχολεία συνεπάγεται περισσότερες χαμένες εκπαιδευτικές ώρες, περισσότερους μαθητές με κενά, περιορίζοντας παράλληλα τις δυνατότητες των γονέων για εργασία.
«Οι φυσιολογικές δραστηριότητες πρέπει να συνεχισθούν όσο το δυνατόν περισσότερο», τόνιζε την προηγούμενη εβδομάδα η υπουργός Οικογενείας, Φραντσέσκα Γκίφεϊ, χαιρετίζοντας τη μελέτη που καταδεικνύει ότι «οι παιδικοί σταθμοί και σχολεία δεν αποτελούν εστίες μόλυνσης».
Τα συμπεράσματα της έρευνας ανακοινώνονται σε μια εποχή ολοένα και μεγαλύτερων δυσκολιών στις προσπάθειες να παραμείνουν ανοικτά τα σχολεία, με μέρος του προσωπικού και των μαθητών να διαγιγνώσκονται θετικοί στον κορωνοϊό και να μπαίνουν σε καραντίνα. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία στη Βρετανία, στο 46% των γυμνασίων έχει χρειασθεί να τεθεί σε απομόνωση τουλάχιστον ένας μαθητής που ήλθε σε επαφή με θετικό κρούσμα Covid-19 στην τάξη.
Οι γερμανικές μελέτες περιλαμβάνουν μια ανάλυση που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη εβδομάδα από το Εργασιακό Ινστιτούτο ILE(Institute of Labour Economics) στη Βόννη, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των νέων κρουσμάτων στη χώρα δεν αυξήθηκε με το άνοιγμα των σχολείων κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Μάλιστα, η μελέτη δείχνει ότι στην πραγματικότητα, ο αριθμός των νέων περιστατικών Covid-19 μειώθηκε σταδιακά στα γερμανικά κρατίδια στα οποία άνοιξαν τα σχολεία σε σύγκριση με τα κρατίδια που κράτησαν τα σχολεία κλειστά.
Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρείται απότομη αύξηση των μολύνσεων στη Γερμανία, όμως σε έρευνα των υπουργείων Παιδείας στα 16 γερμανικά κρατίδια που πραγματοποίησε ο γερμανικός όμιλος ΜΜΕ RND, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι σχολικές μονάδες αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, μόλις το 0,04% των μαθητών μολύνθηκαν στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, δηλαδή 853 σε σύνολο 2 εκατ. μαθητών. Αντίστοιχο είναι και το ποσοστό στο κρατίδιο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και Βαυαρία, ενώ στο Βερολίνο είναι κάπως υψηλότερο, στο 0,07%.
Οι ερευνητές του ILE αποδίδουν τα χαμηλά επίπεδα κρουσμάτων στα γερμανικά σχολεία σε αυστηρά μέτρα υγιεινής, τη χρήση μάσκας, τη διδασκαλία σε μικρά τμήματα, καθώς και στις διαδικασίες rapid test και την καραντίνα σε τάξεις όπου υπήρξε θετικό κρούσμα είτε μαθητή είτε εκπαιδευτικού.
Σε μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας της Νορβηγίας διαπιστώνεται ότι μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου τα περισσότερα κρούσματα που εντοπίσθηκαν στα σχολεία οφείλονται σε μόλυνση μαθητών από τους ενηλίκους στο σπίτι και όχι από μετάδοση εντός του σχολικού χώρου.
Τέλος, ακαδημαϊκή έρευνα του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου στα κρούσματα που έχουν εντοπισθεί σε σχολεία ανά τον κόσμο διαπιστώνει ότι τα ποσοστά μολύνσεων παραμένουν χαμηλά και ακόμη χαμηλότερα μεταξύ μαθητών σε σύγκριση με το εκπαιδευτικό προσωπικό. Παρόμοια και τα ευρήματα μελετών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών(ECDC), καταλήγοντας ότι τα περισσότερα παιδιά δεν αναπτύσσουν συμπτώματα και ότι είναι ελάχιστες οι ενδείξεις μετάδοσης στα σχολεία. Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες υπογραμμίζουν τη δυσκολία του να εντοπισθούν οι ακριβείς μηχανισμοί μετάδοσης του Sars-Cov-2.