Ο Γιάννης Τσεκλένης, ο πρωτοπόρος Έλληνας σχεδιαστής, πέθανε χθες σε ηλικία 82 ετών. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους σχεδιαστές μόδας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Δημιουργίες του από το 1965 έως το 1991, πωλήθηκαν παγκοσμίως σε κορυφαία καταστήματα, σε περισσότερες από 30 χώρες.
Την εικοσαετία 1960-1980, άντλησε τα θέματα για τα σχέδια των υφασμάτων του, από τις δημιουργίες του ελληνικού και του παγκόσμιου πολιτισμού. Πηγή έμπνευσής του ήταν τα αρχαία ελληνικά αγγεία, τα βυζαντινά χειρόγραφα, τα ελληνικά παραδοσιακά ξυλόγλυπτα και έργα ζωγραφικής, τα αφρικάνικα, τα κινεζικά έργα τέχνης και τα εραλδικά σύμβολα.
Είχε επίσης σχεδιάσει τους εσωτερικούς χώρους αυτοκινήτων, αεροσκαφών και ξενοδοχείων. Το έργο του εγκωμιάστηκε παγκοσμίως από κορυφαίους συντάκτες μόδας της εποχής. Είχε δωρίσει το σύνολο των συλλογών του στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου». Ετοίμαζε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο τέλος του χρόνου, η οποία και θα γίνει προς τιμήν του από τους φορείς που την είχαν αναλάβει.
Για το έργο του είχε λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις ανάμεσα στις οποίες τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος, το Χρυσό Μετάλλιο της Μόδας από το Ελληνικό Ινστιτούτο Μόδας, την Κόρη των Κυκλάδων από το Ελληνικό Κέντρο Μόδας και το βραβείο Δίολκος της Ελληνικής Ακαδημίας Marketing. Ήταν παντρεμένος με την Έφη Μελά και είχε ένα γιο τον Κωνσταντίνο, γνωστό εννοιολογικό καλλιτέχνη και κινηματογραφιστή. «Πάνω στην απογείωση της διαφημιστικής μου δραστηριότητας, το ΄64, πεθαίνει ο πατέρας μου, ήταν 76 χρόνων. Το κατάστημα δούλευε, εγώ συμμετείχα στις επιλογές και μαζί με τον Μουρτζόπουλο και τον Σινάνη, αργότερα και τον Αγγελόπουλο, ήμασταν τα καταστήματα υψηλής ραπτικής. Πριν πεθάνει ο πατέρας μου, μου έδωσε μια ευλογία, ευχή και κατάρα μαζί: “Mην αφήσεις τη μόδα. Τα τελευταία πέντε χρόνια ό,τι αγοράζεις μετά από έξι μήνες το έχει η couture στο Παρίσι, χωρίς να το ξέρεις”. Πώς; Εμείς βλέπαμε τις συλλογές με τα υφάσματα νωρίτερα κι εγώ έκανα μια ανάλυση του τι πουλιέται και προέβλεπα, ας πούμε, τι έρχεται. Σαν μάρκετινγκ. Έβγαζα τα trends από το μυαλό μου. Σαν να είχα ένα μελλοντολογικό μάτι στη μόδα για το επόμενο χρονικό διάστημα», έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή του.
«Φυσικά ασχολήθηκα με το κατάστημα, αλλά δεν με χωρούσε. Ημουν σαν μια βόμβα. Πού να με χωρέσουν τα πενήντα τετραγωνικά ή οι κυρίες. Κι έτσι σκέφτηκα να κάνω μια πρώτη σειρά από σχέδια για υφάσματα για το μαγαζί. Τα έδειξα και σε διάφορους άλλους, χωρίς ανταπόκριση. Μόνον ο Ντίμης ο Κρίτσας “τσίμπησε” και μου πρότεινε να μπούμε στο Φεστιβάλ του Λαμπράκη για το περιοδικό Μόδα. Ηταν καλοκαίρι του ΄65. Πρώτα Θεσσαλονίκη, μετά Βηρυττό, Αλεξάνδρεια, Βενετία. Τότε ερωτεύομαι την Εφη Μελά, σούπερ μοντέλο, θρύλος της εποχής. Κι εκείνη εμένα. Γυρίζουμε πίσω ερωτευμένοι. Η Εφη ήταν για μένα ο καταλύτης όταν μπήκα για τα καλά στη μόδα. Για μια δεκαετία ήταν σύμβουλος και κριτής».
«Μετά άρχισα να σχεδιάζω μια μεγαλύτερη συλλογή, και με την παρακίνηση και του Κρίτσα, αποφασίζουμε να πάμε έξω, όχι στην Ιταλία ή την Γαλλία, αλλά στην Αμερική, όπου τότε δεν υπήρχαν ακόμα οι μεγάλοι οίκοι. Η Αμερική μπήκε αργά στη μόδα και σάρωσε. Σ΄αυτή την πρώτη συλλογή αισθανόμουν το χρέος να δώσω ένα ελληνικό στοιχείο. Κι έτσι έφτιαξα τα Κύματα -Waves. Μέσα σε 48 ώρες , ζήτησε να δει την συλλογή η Ελίζαμπεθ Αρντεν, αυτοπροσώπως. Και η 87χρονη Ελίζαμπεθ την αγοράζει όλη -υφάσματα, αλλά και τα πατρόν του Κρίτσα. Η αίσθηση ότι μπόρεσες, από την άσημη, σ΄ αυτόν τον τομέα Ελλάδα, να κουνήσεις ένα φυλλαράκι του Μανχάταν, σε έκανε να νοιώθεις ότι κατέκτησες την πόλη. Μέσα σε έξι μήνες ήρθε ένα τεράστιο συμβόλαιο από μεγάλη εταιρεία, και μαζί με τον Κρίτσα κάναμε μια καμπάνια, όπου μπλέξαμε τον Μεταξά, τον Ωνάση, τον Ελληνικό Τουρισμό -ήταν το 1965-΄66».
«Δούλεψα φέρνοντας αίγλη από το εξωτερικό στην Ελλάδα. Πρώτα ήταν οι βιτρίνες στο Λονδίνο, 120 μαγαζιά, καταχωρήσεις, διαφημίσεις, editorial και μετά εδώ. Αργησα πολύ να κάνω βιομηχανική μονάδα στην Ελλάδα, ενώ είχα στο εξωτερικό».
Για την μάχη με τον καρκίνο «Όταν άκουσα την λέξη μελάνωμα δεν κατάλαβα ότι ήταν ο θάνατος φτιαγμένος μέσα σε μια φακίδα. Ηταν το ΄75. Πήγα στον γιατρό, τον μακαρίτη τον Ζαμπάκο, δερματολόγο-ογκολόγο και μου είπε να το βγάλουμε το ταχύτερο. Μέσα στις επόμενες ημέρες πήγα στο Μemorial, στον κορυφαίο γιατρό για το μελάνωμα και μου το αφαίρεσε αμέσως. Ο καρκίνος ήταν πάνω από το τρίτο στάδιο. Έκανα μια μεγάλη αφαίρεση και στη συνέχεια ανοσοθεραπεία σε πειραματικό στάδιο. Ήμουν το 46ο πειραματόζωο. Ίσως αυτό να με έσωσε. Όταν μετά από ενάμιση χρόνο βρέθηκε τοπική υποτροπή στο γάγγλιο που είχε πειραχτεί, μάλλον την είχε αντιμετωπίσει η ανοσοθεραπεία… Αλλά ο γιατρός δεν μπορούσε να πάρει το ρίσκο και να μην μου αφαιρέσει όλο το σύστημα. Ενάμιση χρόνο μετά πήγα κι έκανα αυτή την τεράστια επέμβαση, ώμο, ωμοπλάτη, κλείδα, τα πάντα».
«Ο άνθρωπος αντέχει πάρα πολλά. Δεν ξέρει πόσα αντέχει. Ο Θεός δεν μου έδωσε ό,τι δεν μπόρεσα να αντέξω. Μου έδωσε όσα μπόρεσα. Είχα ένα μεγάλο θείο δώρο. Με το που ξεκίνησε όλη αυτή η διαδικασία, βγήκα από τον εαυτό μου. Αποστασιοποιήθηκα. Αφού πέρασα και τον ακρωτηριασμό έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις. Στην Αθήνα είχα διακόσιους ανθρώπους, show-rooms, σχεδιαστές, εργάτριες στο Μαρκόπουλο κι ένα εργοστάσιο που χρώσταγε. Οι τράπεζες έμαθαν και για την αρρώστια μου. Τα΄κλεισα όλα αυτά κι έφυγα. Θα είχα πάει φυλακή. Στην απουσία μου έφαγα 170 μήνες φυλάκιση από το ΙΚΑ μόνο. Πήγα στη Νέα Υόρκη. Πριν πάω ρώτησα τον γιατρό μου, τι ποσοστά ζωής έχω. Για τον πρώτο χρόνο, μου είπε, είναι σαν μια ζαριά στο τάβλι, ένα ποσοστό γύρω στο 5%». Πήγα στη Νέα Υόρκη, μόνος. Αλλά οι δουλειές δεν με περίμεναν. Έπρεπε να κάνω κάτι για να ζήσω. Είχα φύγει με τρεις χιλιάδες δολάρια. Η Εφη ήρθε αργότερα. Αρχισα όμως να κερδίζω. Ηταν δύσκολο γιατί και οι Αμερικανοί ήξεραν για το θέμα της υγείας μου, οπότε πως θα επένδυαν; Ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που επένδυσε πάνω μου και με πίστεψε ήταν ο Γιάννης ο Γεωργακάς του Μινιόν. Ήρθε και με βρήκε στην Αμερική για να συνεργαστούμε. Απαίτησε να κάνουμε συμβόλαιο για εννέα χρόνια -τελικά δέχτηκε να κάνουμε για τρία, ενώ εγώ του υπενθύμιζα τον έναν χρόνο ζωής που μου είχαν δώσει. Μετά από 8-10 μήνες με έφερε πίσω στην Ελλάδα για να ξαναστήσουμε τον Τσεκλένη. Όταν έφτασα στο Μινιόν μου επέστρεψε τον φάκελο με το τριετές συμβόλαιο για να το σκίσω. Ήθελε να βάλουμε νέους στόχους, να πάμε παρακάτω».