Παρασκευή 28.11.2025
More

    Δεν περιμένουν μόνον οι πεσόντες τη δικαίωση

    Δύο επιστολές, μία από το Μέτωπο του πολέμου 1940-41 και η δεύτερη από απόγονο πεσόντα παρουσιάζει η «Ε» ως συνέχεια του ενδιαφέροντος των αναγνωστών για τους άταφους ήρωες στα βουνά της Αλβανίας

    Αποδέκτες έντονου ενδιαφέροντος με συναισθηματικό φορτίο οι περισσότερες, έγινε η «Ε» σχετικά με το ρεπορτάζ που φιλοξένησε στο φύλλο της 28ης Οκτωβρίου με αφορμή την εθνική επέτειο για τους ήρωες πεσόντες στο αλβανικό Μέτωπο το χειμώνα του 1940-41.

    Όπως και άλλες φορές γράψαμε σε ρεπορτάζ και άρθρα στην «Ε» παρουσιάζοντας πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν ανά διαστήματα σχετικά με τους άταφους νεκρούς του ελληνοϊταλικού πολέμου, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν χιλιάδες οικογένειες απογόνων των πεσόντων εκείνης της περιόδου που δεν στάθηκε δυνατό να μάθουν ποτέ που μπορεί να βρίσκεται θαμμένος ο δικός τους άνθρωπος.

    Το ρεπορτάζ της «Ε» με τον Νίκο Κύργο, απόστρατο αξιωματικό των Ενόπλων Δυνάμεων που ήταν επικεφαλής της Μεικτής Ομάδας Εμπειρογνωμόνων Πεδίου στην Αλβανία από το 2018 έως το 2024 έφερε στο προσκήνιο την υπόθεση αυτή, κυρίως όμως άφησε μία νότα αισιοδοξίας, ότι το τιτάνιο έργο της αναζήτησης των πρόχειρων τάφων ή νεκροταφείων, της εύρεσης των οστών πεσόντων Ελλήνων, της ταυτοποίησης όπου αυτό καθίσταται εφικτό και μίας κανονικής αυτή τη φορά ταφής μετά από οκτώ και πλέον δεκαετίες, θα πρέπει να ολοκληρωθεί και αυτό αποτελεί ένα εθνικό και ιστορικό χρέος της πατρίδας και όσων χειρίζονται την υπόθεση από την πλευρά του Γεν. Επιτελείου Στρατού.

    Εκτός από τα σχόλια, τις επισημάνσεις των αναγνωστών για την ιστορική αναγκαιότητα της συνέχισης και ολοκλήρωσης των ερευνών, γίναμε αποδέκτες και ενδιαφερουσών μηνυμάτων με υλικό που έφτασε για πρώτη φορά στα δικά μας χέρια. Πρόκειται για δύο επιστολές, η μία από το Μέτωπο στα βουνά της Αλβανίας τον Ιανουάριο του 1941 από έναν Έλληνα στρατιώτη προς τα μέλη της οικογένειάς του και η δεύτερη μία επιστολή ενός 80χρονου το 2006 που απεστάλη στον τότε Αντιπρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων (σ.σ πιθανότατα επρόκειτο για τον κ. Σούρλα) που αναφέρεται στο ζήτημα των άταφων νεκρών του πολέμου, έχοντας χάσει ο ίδιος τον πατέρα του στα βουνά της Αλβανίας.

    Αμφότερες οι επιστολές καταδεικνύουν αφενός το συναισθηματικό βάρος των επιζώντων μαχητών που έβλεπαν τους συστρατιώτες τους να χάνονται δίπλα τους και αφετέρου το συναισθηματικό κενό με το οποίο πορεύτηκαν στη ζωή τους, χιλιάδες παιδιά και οικογένειες, που έμαθαν μόνο ότι ο δικός τους άνθρωπος σκοτώθηκε στον πόλεμο, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να μάθουν που ετάφη η σορός του, ώστε να μεταβούν για να ανάψουν ένα κεράκι στη μνήμη του…

    Και οι δύο επιστολές αναγνώστηκαν κατά τους εορτασμούς της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου πριν μερικά χρόνια στον Ι.Ν. Αγίου Γρηγορίου στα Λουσικά Αχαΐας από τον τότε Διευθυντή του Δημ. Σχολείου Δημ. Τόκα με καταγωγή από τα Δερβίζιανα του Δήμου Δωδώνης.

    Δημοσιεύουμε σήμερα τις δύο επιστολές δίνοντας συνέχεια στο ρεπορτάζ των προηγούμενων ημερών με την ευχή κι ελπίδα, οι ήρωες που περιμένουν το ελάχιστο από την πατρίδα τους, 85 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό τους, να βρουν γαλήνη στις ψυχές τους…

    «Θα πολεμήσω και για τη δική του μάνα…»

    Παρασκευή 10 Γενάρη 1941 / Ύψωμα 1200 – Προγονάτι, Βορείου Ηπείρου

    Μαρία, μάνα και Θανασάκη,

    Σήμερα Παρασκευή 10 Γενάρη. Δυο μήνες στην Αλβανία και μόλις καταφέραμε να πάρουμε ανάσα. Έχουμε προχωρήσει πολύ. Σας σκέφτομαι και ξέρω ότι με σκέφτεστε κι εσείς. Το νιώθω. Και ώρα με την ώρα που περνάει το νιώθω περισσότερο. Σήμερα για μένα ήταν «Ανάσταση». Σήμερα, δεν ντρέπομαι που το λέω, σήμερα ξεπέρασα το τρόμο μου. Γιατί άνθρωπος είμαι. Και σαν άνθρωπος όταν συναντάς τη φρίκη φοβάσαι. Γι’ αυτό κι έκατσα να σας γράψω  Όσο και να σας φαίνεται περίεργο τον τρόμο τον ξεπερνάς, όχι σιγά σιγά, αλλά σε μια στιγμή. Εγώ τον ξεπέρασα σήμερα όταν θάψαμε εκείνο το παλικάρι. Εκείνο που στην έφοδο το πολυβόλο τον έκοψε στη μέση. Με μια ριπή που προοριζόταν για μένα, και για το διπλανό μου, και για το λοχία και για κάθε φαντάρο που έτρεχε δίπλα του. Τον θάψαμε εγώ μαζί με τον Πέτρο Νίκα, το Γιώργο Ζώη και τον Παπά Σωτήρη. Ειδοποιήθηκε κι ο αδερφός του από το διπλανό τάγμα αλλά δε μας πρόλαβε. Μη φανταστείτε τίποτε σημαντικό. Καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα από εκεί που έπεσε, γιατί το έδαφος ήταν όλο πέτρα. Αλλά και στο χώμα μη νομίζετε ότι ήταν καλύτερα. Σκέτο σίδερο. Λες και δεν ήθελε να δεχτεί το κορμί του. Βάλαμε πέτρες κι ένα ξύλινο σταυρό. Όταν τον σκεπάζαμε σκέφτηκα ποιος τάχα να τον περιμένει στην πατρίδα; Γυναίκα, παιδιά, μάνα; Ποιος θα τους το πει άραγε; Ίσως κάποιος προεστός του χωριού, ίσως κανένα γράμμα από το Στρατηγείο. Θα ξέρουν οι έρμοι γράμματα να το διαβάσουν; Κι από κει και πέρα τι θα απογίνουν; Και μετά σκέφτηκα εσάς. Αν συμβεί κάτι σε μένα ποιος θα σας το πει; Και τότε, έτσι σε μια στιγμή ξεπέρασα, τον τρόμο. Έπιασα το ντουφέκι μου και είπα «όχι». Δε θα τους κάνω τη χάρη. Θα πολεμήσω όπως εκείνο το παλικάρι που θάψαμε σήμερα. Θα πολεμήσω και για τη δική μου μάνα και για τη δική του. Και για το δικό μου σπίτι και για το δικό του. Πρώτη φορά ένιωσα έτσι. Τόσο καιρό εδώ πάνω και σήμερα έκανα πραγματικά αυτό που μας όρισε η πατρίδα. Δεν ξέρω αν θα το στείλω αυτό το γράμμα γιατί κάπου ντρέπομαι. Αν όμως το λάβετε ανάψτε ένα κερί και γι’ αυτόν. Βησσάρη τον έλεγαν.

    «Μην επιτρέψετε τη λήθη…»

    Κύριε Αντιπρόεδρε της Βουλής,

    Είμαι ένας γέρος που πλησιάζει τα 80 χρόνια. Δεν γνωρίζω καλά γράμματα και συγχωρήστε με αν κάπου δεν τα γράφω όπως πρέπει. Από τα λίγα όμως που ξέρω πάντοτε εμείς οι Έλληνες τιμούσαμε τους νεκρούς μας. Ακόμα κι από τα χρόνια του Ομήρου που γινόταν μάχες γύρω τους. Ήταν ατίμωση για το λαό μας να τους αφήσουμε πίσω και να μη τους γυρίσουμε πάνω στην ασπίδα. Το 1941 έχασα κι εγώ το δικό μου πατέρα στον πόλεμο. Από τότε έχουν περάσει κοντά 70 χρόνια κι αυτός είναι ακόμα θαμμένος στην Αλβανία. Δεν έχω καταφέρει να πάω ποτέ εκεί. Μου είπαν το μέρος και ότι ίσως δυσκολευτώ να το βρω. Ποιος να θυμάται τώρα που είναι θαμμένος ο κάθε Έλληνας φαντάρος; Οι Ιταλοί ξέρω ότι από το ’65 και μετά τους μάζεψαν τους δικούς τους. Έχουν κάνει και μνημείο με ένα άγαλμα ίσα με κει πάνω. Οι δικοί μας όμως οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας είναι σκόρπιοι. 14.000 κορμιά και παραπάνω. 14.000 παλικάρια που έδωσαν τη ζωή τους για να σταματήσουν τον τρόμο περιμένουν να γυρίσουν πίσω. Και δεν είναι απλά Έλληνες ήρωες, είναι παγκόσμιοι ήρωες. Είναι αυτοί που πρώτοι νίκησαν την κτηνωδία. Κι εμείς σαν χώρα τι κάνουμε. Γιατί ξεχνάμε έτσι; Θα μου πείτε τώρα τι ζητάω μετά από τόσα χρόνια; Όχι δε θέλω αποζημίωση για την ορφάνια. Δε θέλω σύνταξη κι αναγνώριση. Δε θέλω μετάλλια, επαίνους κι αναγραφές σε βιβλία. Άλλωστε το μετάλλιο του πατέρα μου το πουλήσαμε στους μαυραγορίτες στην Κατοχή για 5 οκάδες καλαμπόκι. Θα ’θελα μόνο δυο πράγματα. Ένα κομμάτι μάρμαρο με τ’ όνομά του για να του ανάψω μια φορά ένα καντήλι και να βάλουμε από κάτω έστω κι ένα νεκρό από τους 14.000 που περιμένουν. Πιστέψτε με ότι όσοι ζούμε από εμάς θα έχουμε αυτόν το νεκρό σαν πατέρα κι αδερφό. Και κάτι ακόμα. Εσείς που είσαστε εκεί πάνω μην αφήσετε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας να ξεχάσουν. Μην αφήσετε να περάσουνε στη λήθη.

     

    ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

    από την εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» 1-11-2025

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ