Η τέχνη του Μίκη Θεοδωράκη έχει στιγματίσει τον νεοελληνικό πολιτισμό, όσο την έχουν στιγματίσει και οι ιδέες του.
Με τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη ολοκληρώνεται συμβολικά ένας μεγάλος κύκλος της ιστορίας της νεοελληνικής μουσικής, με πολύ σημαντικά ορόσημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ίδιος συγκρότησε συνειδητά την καλλιτεχνική του πορεία, σε αρμονία με τις ιδέες του, με τρόπο πολυσχιδή:
Το «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι εγκαινιάστηκε το 1960 με τον περίφημο «Επιτάφιο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, και σύντομα κυριάρχησε συμπαρασύροντας μια πλειάδα νέων συνθετών. Κατέστη δε δημοφιλές σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, κατακλύζοντας την δισκογραφία, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, ακόμα και τις αίθουσες συναυλιών.
Το «πολιτικό» τραγούδι ανέτειλε την ίδια εποχή και κυριάρχησε κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια, για να αποδυναμωθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80.Ο Θεοδωράκης ταυτίστηκε διεθνώς περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον με την μουσική έκφραση των ιδεωδών του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού, ως ηχώ της έντονης πολιτικής του δράσης στον χώρο της Αριστεράς.
Ένας τρίτος πόλος στην δημιουργία του Θεοδωράκη υπήρξε η «κλασική» μουσική, από την οποία ξεκίνησε και στην οποία επέστρεφε τακτικά, εμπλουτίζοντας την τεράστια εργογραφία του με συμφωνίες, κονσέρτα, μουσική δωματίου και όπερες.
Η τέχνη του Μίκη Θεοδωράκη έχει στιγματίσει τον νεοελληνικό πολιτισμό, όσο την έχουν στιγματίσει και οι ιδέες του. Είτε εκτοπισμένος και εξόριστος στα πέτρινα χρόνια των διωγμών, είτε αναγνωρισμένος και θεσμικά καταξιωμένος ως βουλευτής και Υπουργός, με τον βίο και την πολιτεία του κατέστη μορφή αναφοράς, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων χαιρετίζει και τιμά την μορφή αυτή.