Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα διχάζεται ανάμεσα στον φόβο της ανεπανόρθωτης ζημιάς και στην ελπίδα ότι η τεχνολογία μπορεί να σώσει τη βιοποικιλότητα
Μια πρωτοφανής συζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη ανάμεσα στους κορυφαίους επιστήμονες και περιβαλλοντολόγους του πλανήτη. Η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN), ο οργανισμός που καθορίζει την «Κόκκινη Λίστα» των απειλούμενων ειδών, εξετάζει το ενδεχόμενο μορατόριουμ στην απελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων φυτών και ζώων στη φύση.
Η πρόταση ήρθε στο προσκήνιο μετά τη δημοσιότητα που πήρε το πείραμα της αμερικανικής εταιρείας Colossal, η οποία ανακοίνωσε ότι δημιούργησε τρεις λύκους με 14 τροποποιημένα γονίδια, ώστε να μοιάζουν με τα εξαφανισμένα «dire wolves» που ζούσαν πριν από 10.000 χρόνια. Παρότι τα ζώα αυτά δεν προορίζονται για άμεση απελευθέρωση, το γεγονός προκάλεσε ανησυχία για τα όρια της επιστήμης.
Η Pollinis, μια οργάνωση με έδρα το Παρίσι που ασχολείται με την προστασία των επικονιαστών, ζητά από τις κυβερνήσεις να σταματήσουν κάθε απόπειρα απελευθέρωσης γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο φυσικό περιβάλλον, μέχρι να υπάρξουν αδιάσειστα επιστημονικά δεδομένα για την ασφάλειά τους.
«Δεν είναι μόνιμη απαγόρευση», εξηγεί η σύμβουλος Τζοάν Σι. «Απλώς θέλουμε να σταματήσει προσωρινά η απελευθέρωση, όχι η έρευνα».
Οι γενετικά τροποποιημένοι λύκοι και το δίλημμα της εποχής – να τροποποιήσουμε τη φύση για να τη σώσουμε;
Η συζήτηση έχει διχάσει τον επιστημονικό κόσμο. Από τη μία πλευρά, οι επικριτές της γενετικής τροποποίησης προειδοποιούν ότι οι συνέπειες μιας λανθασμένης εφαρμογής θα είναι μη αναστρέψιμες. Φοβούνται πως τροποποιημένα γονίδια θα μπορούσαν να διαδοθούν ανεξέλεγκτα σε πληθυσμούς άγριων ζώων ή να πλήξουν κρίσιμα οικοσυστήματα.
Η Pollinis και η οργάνωση Save Our Seeds τονίζουν πως δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η τεχνολογία αυτή μπορεί να προστατεύσει ή να αποκαταστήσει τη φύση. Μάλιστα, έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι οι γενετικά τροποποιημένοι μικροοργανισμοί μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τις μέλισσες ή άλλους επικονιαστές, διαταράσσοντας την αλυσίδα της ζωής.
Από την άλλη πλευρά, επιστήμονες όπως η Σούζαν Λίμπερμαν της Wildlife Conservation Society θεωρούν ότι η γενετική μηχανική μπορεί να γίνει εργαλείο σωτηρίας για είδη που απειλούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες και την κλιματική κρίση. «Δεν είναι καλή ή κακή τεχνολογία», είπε χαρακτηριστικά. «Είναι ένα εργαλείο που πρέπει να αξιολογείται ανά περίπτωση». Η Λίμπερμαν υπενθυμίζει ότι αντίστοιχες τεχνολογίες χρησιμοποιούνται ήδη σε έργα για τη μείωση της μετάδοσης της ελονοσίας μέσω γενετικά τροποποιημένων κουνουπιών, αλλά και για την ανθεκτικότητα των καστανιών που καταστρέφονται από μύκητες στη Βόρεια Αμερική.
Η απόφαση της IUCN δεν θα έχει άμεση νομική ισχύ, ωστόσο το πολιτικό της βάρος είναι τεράστιο. Εάν το μορατόριουμ εγκριθεί, μπορεί να επηρεάσει τη χρηματοδότηση και τις επενδύσεις στη βιοτεχνολογία, παγώνοντας δεκάδες ερευνητικά προγράμματα.
Η Ράιαν Φέιλαν, ιδρύτρια της οργάνωσης Revive & Restore, που εργάζεται για τη διάσωση ειδών με γενετικά εργαλεία, προειδοποιεί: «Είναι τραγικό να εμποδίσουμε τους επιστήμονες να χρησιμοποιήσουν νέα εργαλεία για να σώσουν είδη που βρίσκονται στα πρόθυρα της εξαφάνισης». Αναφέρει ως παράδειγμα τα κοραλλιογενή οικοσυστήματα, που απειλούνται από την άνοδο της θερμοκρασίας και την οξίνιση των ωκεανών. «Περισσότερα από δύο στα πέντε είδη κοραλλιών βρίσκονται σε κίνδυνο. Χρειαζόμαστε επειγόντως νέες λύσεις».
Η τεχνολογία της συνθετικής βιολογίας υπόσχεται πολλά, από την αναβίωση εξαφανισμένων ειδών μέχρι την ενίσχυση της ανθεκτικότητας φυτών και ζώων στις ασθένειες. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: μέχρι ποιο σημείο δικαιούμαστε να «το παίζουμε Θεός»; Η συνεδρίαση της IUCN στο Αμπού Ντάμπι ολοκληρώνεται την Τετάρτη, και η απόφαση που θα ληφθεί αναμένεται να χαράξει τη νέα πορεία της ανθρωπότητας απέναντι στη βιοτεχνολογία και στη φύση.
Με πληροφορίες από Washington Post