Η Ελλάδα καθώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γερνούν με γρήγορους ρυθμούς και το δημογραφικό πρόβλημα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην απασχόληση, την παραγωγικότητα και φυσικά στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Σύμφωνα με μελέτη της Κομισιόν, για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από το δημογραφικό, σε κάθε γυναίκα θα έπρεπε να αναλογούν τουλάχιστον 2,1 παιδιά, ωστόσο σχεδόν σε καμία περιοχή της Ευρώπης δεν υπάρχουν τέτοια ποσοστά, ενώ σε κάποιες το ποσοστό διαμορφώνεται κάτω από το 1,25. Τέτοιες περιοχές βρίσκει κανείς και στην Ελλάδα.
Όπως προκύπτει από τον αποκαλυπτικό πίνακα της μελέτης, το 1960 το ποσοστό γονιμότητας ήταν 2,23 και ανέβηκε στο 2,4 μπαίνοντας στη δεκαετία του 1970. Με την είσοδο στην Ευρωζώνη, παρά την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, το ποσοστό έπεσε στο 1,25 και σήμερα διαμορφώνεται γύρω στο 1,35, δηλαδή χαμηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο του 1,55.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, κάποιες χώρες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, προβλέπεται ότι θα έχουν πληθυσμό συνεχώς μειούμενο ως το 2070. Το 2018 (τελευταία διαθέσιμα συγκριτικά δεδομένα από την Eurostat) οι γεννήσεις στη χώρα μας έφτασαν στις 86.000, ενώ οι θάνατοι ήταν 120.000.
Εκτός από τα δημογραφικά- ανθρωπολογικά ευρήματα της μελέτης, οι επιπτώσεις της γήρανσης δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην απασχόληση και προφανώς στα συνταξιοδοτικά συστήματα. Η ηλικιακή πυραμίδα στην Ελλάδα, που έχει βυθιστεί στο 68% του μέσου ευρωπαϊκού όρου ως κατά κεφαλήν εισόδημα, έχει αναστραφεί και οι προβολές για το 2070 είναι πραγματικά δυσοίωνες, καθώς δείχνουν μια κοινωνία γερόντων.
Αυτήν τη στιγμή, σε 100 εργαζόμενους αναλογούν περίπου 40 ηλικιωμένοι και ήδη το σύστημα δοκιμάζεται. Το 2070 η αναλογία θα έχει διαμορφωθεί στο 100/65 και οι επιπτώσεις είναι προφανείς.