Πέμπτη 02.10.2025
More

    Στοιχεία- σοκ για τη γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης

    Δραματική είναι, πλέον, η επιβάρυνση των δεικτών, που αποτυπώνουν την αναλογία νέων- ηλικιωμένων, δηλαδή με απλά λόγια τη γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη. Ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα το καμπανάκι είναι ακόμα πιο ηχηρό, καθώς συμπεριλαμβάνεται στην ομάδα των χωρών, όπου η αναστροφή της ηλικιακής πυραμίδας είναι εντυπωσιακή κι εν πολλοίς μη αναστρέψιμη.

    Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις της Eurostat, o δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων στην ΕΕ, που ορίζεται ως το ποσοστό των ηλικιωμένων ατόμων (ηλικίας 65 ετών και άνω) σε σχέση με τον πληθυσμό σε ηλικία εργασίας (άτομα ηλικίας 20 έως 64 ετών), έχει αυξηθεί αισθητά τα τελευταία 20 χρόνια. Το 2004, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων στην ΕΕ ήταν 26,8%, που σημαίνει ότι υπήρχαν ελαφρώς λιγότεροι από 4 ενήλικες σε ηλικία εργασίας ανά ηλικιωμένο άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω. Την 1η Ιανουαρίου 2024, ο λόγος ήταν 37%, γεγονός
    που υποδηλώνει ότι υπήρχαν λιγότεροι από 3 ενήλικες σε ηλικία εργασίας για κάθε ηλικιωμένο άτομο!

    Οι γαλλικές εξόχως απόκεντρες περιοχές Μαγιότ (6,1%) και Γουιάνα (13,8%), καθώς και η πρωτεύουσα Μπίεν Κοπεγχάγη στη Δανία (17,8%), είχαν τους χαμηλότερους δείκτες εξάρτησης ηλικιωμένων. Στον αντίποδα, η βελγική παράκτια περιοχή Arrondissement de Veurne είχε τον υψηλότερο δείκτη εξάρτησης ηλικιωμένων (72,8%). Οι Άλτο Τάμεγκα ε Μπαρόζο στη βόρεια Πορτογαλία (71,4%) και η Ευρυτανία στην κεντρική Ελλάδα (71,1%) ήταν οι μόνες άλλες περιοχές στην ΕΕ όπου ο δείκτης αυτός υπερέβαινε το 70%.

    Τον Ιανουάριο του 2024, υπήρχαν 139 περιφέρειες, όπου ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων ήταν τουλάχιστον 50%. Αυτή η ομάδα περιφερειών συγκεντρωνόταν κυρίως στην (ανατολική) Γερμανία και τη Γαλλία. Επιπλέον, η Ιταλία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία, η Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Ισπανία είχαν επίσης αρκετές περιφέρειες όπου ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων ήταν τουλάχιστον 50%.

    Πώς βυθίζονται οι δείκτες γονιμότητας

    Σύμφωνα με ανάλυση του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, οι υψηλοί ετήσιοι δείκτες γονιμότητας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στις ευρωπαϊκές χώρες (>2,5 παιδιά/γυναίκα), δείκτες που αποτυπώνουν στις περισσότερες από τις χώρες αυτές την ταχεία αύξηση της γονιμότητας των γενεών του μεσοπολέμου (την αύξηση δηλαδή του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές αυτές σε σύγκριση με τις γενεές που γεννήθηκαν πριν το 1918), αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν.

    Οι συγχρονικοί αυτοί δείκτες μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αρχίζουν να συρρικνώνονται και το 2022 και 2023 στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές που λαμβάνουν είναι <=1,5 παιδιά/γυναίκα. Η πτώση αυτή αποτυπώνει την μικρότερη ή μεγαλύτερη μείωση της γονιμότητας στις μεταπολεμικές γενεές και την σχεδόν ταυτόχρονη αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών τους.

    Η ανάλυση βασίζεται στην πορεία των ετήσιων δεικτών σε 30 ευρωπαϊκές χώρες από το 1970 έως και το 2023 (54 συνεχόμενα έτη), ταξινομώντας τις χώρες αυτές με βάση τον αριθμό των ετών που οι τιμές των δεικτών τους ήταν ιδιαίτερα χαμηλές (<=1,5 παιδιά/γυναίκα).

    Είναι προφανές ότι όσο περισσότερα χρόνια καταγράφονται σε μια χώρα τέτοιες τιμές, τόσο και η πτώση της διαγενεακής γονιμότητας (του αριθμού δηλ. των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1945) είναι εντονότερη. Από τη ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι μια σχεδόν στις τρεις χώρες (σε 10 από τις 30) είτε οι ετήσιοι δείκτες δεν έπεσαν ποτέ κάτω από τα 1,5 παιδιά/γυναίκα (Γαλλία και Ισλανδία), είτε, όπως στο Βέλγιο, Ιρλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία, Δανία και Φιλανδία και Εσθονία ο αριθμός
    των ετών όπου καταγράφονται τόσο χαμηλές τιμές ήταν εξαιρετικά περιορισμένος (λιγότερα από 15 από τα 54 εξεταζόμενα έτη).

    Στο άλλο άκρο όμως πέντε χώρες (Αυστρία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία) χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλούς ετήσιους δείκτες για πάρα πολλά χρόνια (35 ή και περισσότερα από τα 54 εξεταζόμενα).

     

    Πηγή: economistas.gr

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ