Ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες το ύψος του επιδόματος θέρμανσης
Νέο σύστημα για το επίδομα θέρμανσης ανακοίνωσε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ενώ η χορήγησή του επεκτείνεται και στη χρήση φυσικού αερίου και υγραερίου.
Το ύψος του επιδόματος θέρμανσης θα καθορίζεται από τις πραγματικές ανάγκες θέρμανσης του κάθε νοικοκυριού, ανάλογα με την περιοχή και τις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν.
Με βάση το νέο σύστημα, θα επιδοτούνται και τα νοικοικυριά που κάνουν χρήση φυσικού αερίου και υγραερίου για να καλύπτουν τις ανάγκες θέρμανσής τους, ενώ για τα καυσόξυλα και τα πέλλετ η επιδότηση θα ισχύει μόνο για ορεινές περιοχές και οικισμούς με κάτω από 2.500 κατοίκους, για περιβαλλοντικούς λόγους.
Επίσης, το ύψος της ανώτατης επιδότησης αυξάνεται και θα μπορεί να φτάσει έως τα 600 ευρώ, από 450 ευρώ που ήταν πέρυσι, ενώ παραμένει αμετάβλητη η κατώτατη επιδότηση των 80 ευρώ.
Τα εισοδηματικά και τα άλλα κοινωνικά κριτήρια καταβολής του επιδόματος θα παραμείνουν τα ίδια. Το επίδομα θέρμανσης θα καταβληθεί τον Δεκέμβριο.
Το νέο σύστημα για το επίδομα θέρμανσης- που δημιουργήθηκε με τη συμβολή της ΕΜΥ- θα εφαρμοστεί από φέτος. Αυτό θα μετρά τις πραγματικές ανάγκες θέρμανσης του κάθε νοικοκυριού κατά τη χειμερινή περίοδο λαμβάνοντας υπόψη το υψόμετρο της περιοχής στην οποία βρίσκεται, την απόσταση από τη θάλασσα και άλλα γεωγραφικά και κλιματολογικά στοιχεία. Με βάση αυτόν τον μηχανισμό η κάθε ορισθείσα περιοχή δικαιούται διαφορετικό ποσοστό επιδότησης.
Το σύστημα με τις «βαθμοημέρες»
Η νέα μεθοδολογία εκτίμησης των αναγκών θέρμανσης στηρίζεται στη χρήση των βαθμοημερών (Heating Degree-days), αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών.
Σύμφωνα με τα πρότυπα, ένα κτίριο χρειάζεται θέρμανση όταν η μέση θερμοκρασία είναι κάτω από τη θερμοκρασία βάσης, που ορίζεται στους 15.5 βαθμούς Κελσίου. «Για κάθε βαθμό μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας κάτω των 15.5˚ έχουμε μία βαθμοημέρα. Επομένως, αν η μέση θερμοκρασία μίας περιοχής είναι 10˚, χρειάζονται 5.5 βαθμοημέρες θέρμανσης».
Χρησιμοποιώντας τις μετρήσεις θερμοκρασίας αέρα για 60 μετεωρολογικούς σταθμούς της ΕΜΥ σε χρονικό διάστημα 30 ετών, υπολογίστηκε ο μέσος αριθμός βαθμοημερών ανά έτος και στη συνέχεια, με ψηφιακό μοντέλο εδάφους, μελετήθηκε η συσχέτιση των βαθμοημερών με σειρά γεωφυσικών παραμέτρων (π.χ. γεωγραφικό πλάτος, υψόμετρο, ακτινοβολία, προσανατολισμό, κλίση του εδάφους, απόσταση από την θάλασσα). «Η συσχέτιση ήταν ικανοποιητικά υψηλή (>90%), επιτρέποντας έτσι την εκτίμηση των αναγκών θέρμανσης ανά περιοχή», αναφέρει το ΥΠΟΙΚ.
Στη συγκεκριμένη ανάλυση η ελληνική επικράτεια χωρίστηκε σε 200.000 τετράγωνα 750 μ. x 750 μ., στα οποία εκτιμήθηκαν οι βαθμοημέρες θέρμανσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μεθοδολογίας αυτής, στις νότιες παραθαλάσσιες περιοχές οι βαθμοημέρες ξεκινούν από περίπου 210 ετησίως, στις βόρειες ορεινές περιοχές φτάνουν τις 2.600 για υψόμετρο 1.500 μ. και ξεπερνούν τις 3.000 για πολύ ορεινές περιοχές.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, το επίδομα θα είναι διαφορετικό σε κάθε πόλη, χωριό και οικισμό, θα υπάρχουν, δηλαδή, διαφορετικοί συντελεστές με βάση τις βαθμοημέρες, ακόμα και μέσα στον ίδιο δήμο. Για παράδειγμα, στην Κάρπαθο, σε οικισμό στη θάλασσα είναι 257 και στο βουνό 1.401, ενώ στην Πιερία υπάρχει στον ίδιο Δήμο οικισμός με 1.220 βαθμοημέρες και οικισμός με 3.873 βαθμοημέρες.
Το ελάχιστο επίδομα, ανεξαρτήτως βαθμοημερών, θα παραμείνει το ίδιο, ενώ το μέγιστο θα προσαρμόζεται αναλογικά, ξεπερνώντας στους ορεινούς οικισμούς με μεγάλες θερμαντικές ανάγκες κατά πολύ το παλαιό μέγιστο επίδομα.