Τη μείωση της ρευστότητας για σχεδόν 6 στις 10 επιχειρήσεις (55,9%) το πρώτο εξάμηνο του 2024, καταγράφει η εξαμηνιαία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
«Η επίμονη ακρίβεια που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και η σοβαρή υποχώρηση του Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων υποδηλώνει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί κυρίως λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης».
Αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα συμπέρασμα της έρευνας που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, διαπιστώθηκε σημαντική υποχώρηση κατά 14,3 μονάδες – σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο – του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων το Α΄εξάμηνο του 2024. Ο δείκτης διαμορφώνεται στις 49,6 μονάδες από τις 63,9 που ήταν το Β΄εξάμηνο του 2023.
Υπενθυμίζεται ότι η επιδείνωση της κατάστασης των επιχειρήσεων είχε αρχίσει να γίνεται ορατή ήδη από την προηγούμενη έρευνα κλίματος τον Φεβρουάριο του 2024, όταν ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε από τις 66,7 μονάδες, που βρισκόταν το πρώτο εξάμηνο του 2023, στις 63,9 μονάδες.
Τα συμπεράσματα
Στα βασικά συμπεράσματα της έρευνας επισημαίνονται τα εξής:
Η σοβαρή υποχώρηση του δείκτη υποδηλώνει την αβεβαιότητα που κυριαρχεί κυρίως λόγω της επίμονης πληθωριστικής κρίσης. Περαιτέρω και δεδομένου ότι από τα υπόλοιπα στοιχεία της έρευνας φαίνεται πως τις μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετωπίζουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, εκτιμάται ότι σημαντικό παράγοντα για την υποχώρησή του έχει διαδραματίσει ο νέος τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων.
Η επίμονη ακρίβεια που αντανακλάται στο αυξημένο κόστος λειτουργίας, σε συνδυασμό με τις αυξημένες επιβαρύνσεις, φαίνεται ότι έχει επιδεινώσει περαιτέρω το διαχρονικό πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που είτε δεν έχουν καθόλου ρευστά διαθέσιμα (29,6%) ή αυτά επαρκούν το πολύ για έναν μήνα (22,5%). Επιπλέον, οι επιπτώσεις από το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων ετών είναι εμφανείς στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων το οποίο, με βάση τα ευρήματα της έρευνας, έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 37,4%.
Ιδιαίτερα υψηλό παραμένει και το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες-ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις (29%).
Για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα και, αντιστρόφως, ασθενέστερη η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.
Στα θετικά ευρήματα συμπεριλαμβάνεται η συνεχιζόμενη αύξηση της απασχόλησης, καθώς το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους κατά το Α΄εξάμηνο του 2024 παρέμεινε θετικό. Θετικές είναι, επίσης, οι εκτιμήσεις και για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, καθώς το 9,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό, έναντι 6,0 % που δήλωσε ότι θα το μειώσει. Παρά, ωστόσο, τα θετικά ευρήματα για την απασχόληση, περισσότερες από 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξεύρεσης προσωπικού.
Τέλος, επιδείνωση καταγράφεται στον δείκτη βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς το 3,2% κινδυνεύει με άμεση διακοπή της δραστηριότητάς του.
Σχετικά με την έρευνα υπενθυμίζεται ότι διεξάγεται σε εξαμηνιαία βάση από τον Μάιο του 2009, είναι η δεύτερη για το 2024 και οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις διενεργήθηκαν από την εταιρεία MARC AE σε πανελλαδικό δείγμα 803 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), μεταξύ 2-14 Ιουλίου του 2024.
Η ρευστότητα
Πιο αναλυτικά καταγράφονται τα εξής:
* Ρευστότητα – Ταμειακά διαθέσιμα
– Η έλλειψη ρευστότητας παραμένει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, αντανακλώντας τη διαχρονικά περιορισμένη πρόσβασή τους σε χρηματοδοτικές πηγές, είτε για κεφάλαια κίνησης, είτε για επενδύσεις.
– Για το πρώτο εξάμηνο του 2024 καταγράφεται μείωση της ρευστότητας για σχεδόν 6 στις 10 επιχειρήσεις (55,9%).
– Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δεν έχουν (29,6%) ή έχουν το πολύ για ένα μήνα (22,5%) ταμειακά διαθέσιμα, αντικατοπτρίζοντας το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
– Η ταμειακή επάρκεια των επιχειρήσεων συσχετίζεται με το μέγεθός τους, καθώς οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερη έλλειψη ρευστών διαθεσίμων από ό,τι οι μεγαλύτερες.
– Ειδικότερα, το 40,49% των επιχειρήσεων χωρίς προσωπικό δήλωσε ότι δεν έχει ταμειακά διαθέσιμα, ενώ το ποσοστό αυτό μειώνεται όσο αυξάνεται το μέγεθος της επιχείρησης, αντιστοιχώντας στο 24,89% των πολύ μικρών επιχειρήσεων (1-9 εργαζόμενους) και στο 14,29% των επιχειρήσεων με προσωπικό από 10 άτομα και άνω.
– Σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας φαίνεται να αντιμετωπίζει το 35,1% των εμπορικών επιχειρήσεων, το 26,4% των επιχειρήσεων στον τομέα των υπηρεσιών και το 26% των επιχειρήσεων στον τομέα της μεταποίησης, δεδομένου ότι τα προαναφερόμενα ποσοστά αφορούν σε επιχειρήσεις με μηδενικά ρευστά διαθέσιμα.
– Ιδιαίτερα δυσμενή είναι τα στοιχεία για τις επιχειρήσεις εστίασης, καθώς το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα ανέρχεται στο 30% και εκείνων που τα διαθέσιμά τους επαρκούν το πολύ για έναν μήνα ανέρχεται στο 37,1%.
• Απασχόληση
– Στην απασχόληση το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους παρέμεινε θετικό. Συγκεκριμένα, το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι επιχειρήσεις οι οποίες δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους αντιστοιχούν στο 10,3%, έναντι 6,6,% που δήλωσε ότι το μείωσε.
– Θετικές είναι οι εκτιμήσεις και για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, καθώς το 9,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι θα αυξήσει το προσωπικό, έναντι 6,0 % που δήλωσε ότι θα το μειώσει.
– Το σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας παρουσίασε θετικό ισοζύγιο, με τον κλάδο της μεταποίησης-βιοτεχνίας να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση ως προς την απασχόληση (15,1% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους, έναντι 7,3% που δήλωσαν ότι το μείωσαν), αντιστρέφοντας, μάλιστα, το πρόσημό του από αρνητικό που ήταν κατά το προηγούμενο εξάμηνο σε θετικό.
– Οι επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 300.000 ευρώ και άνω των πέντε ατόμων προσωπικό συνεχίζουν να παρουσιάζουν τη θετικότερη σχέση αύξησης/μείωσης εργαζομένων.
• Οι ειδικότητες που παρουσιάζουν έλλειψη στην αγορά
Σημαντικό εύρημα της έρευνας αποτελεί το αρνητικό ισοζύγιο που αποτυπώνεται όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην εξεύρεση εργαζομένων, αναδεικνύοντας δομικά προβλήματα στην ελληνική αγορά εργασίας, όπως αυτό της «αναντιστοιχίας δεξιοτήτων». Πιο συγκεκριμένα, στο ερώτημα αυτό το 35,2% των επιχειρήσεων απάντησε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα, έναντι 34,6% που απάντησε ότι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα.
– Αναφορικά με τις ειδικότητες που παρουσιάζουν έλλειψη στην αγορά εργασίας, οι ειδικευμένοι τεχνίτες/χειριστές μηχανημάτων (37,1%), οι εργάτες/βοηθοί μαστόρων και το προσωπικό καθαριότητας (17,9%), καθώς και οι ειδικότητες που σχετίζονται με τον τομέα του τουρισμού και της εστίασης (σερβιτόροι, μάγειρες και ζαχαροπλάστες) (13,2%) αποτελούν, κατά σειρά προτεραιότητας, τις τρεις σημαντικότερες κατηγορίες.
– Σε κλαδικό επίπεδο, η πλειονότητα των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην εξεύρεση εργαζομένων ανήκουν στη μεταποίηση.
– Αναφορικά με τους κυριότερους παράγοντες για τη έλλειψη προσωπικού στην αγορά εργασίας, οι επικρατέστερες απαντήσεις, σύμφωνα με τις επιχειρήσεις, αφορούν με σειρά προτεραιότητας τις μη ανταγωνιστικές αμοιβές (41,3%), την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης (36,9%), καθώς και την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού (35,4%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των επιχειρήσεων που έδωσε ως απάντηση τη μετανάστευση εργαζομένων σε άλλες χώρες (18,8%).
– Σε επίπεδο μεγέθους, οι μικρότερες επιχειρήσεις, με ετήσιο τζίρο έως 50.000 ευρώ και χωρίς προσωπικό θεωρούν ότι ο κυριότερος λόγος δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων είναι οι μη ανταγωνιστικές αμοιβές (50,0%), ενώ στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (4-5 άτομα και άνω των 5 ατόμων) η δημοφιλέστερη απάντηση είναι η έλλειψη εξειδίκευσης (47,5% και 44,8% αντίστοιχα).
– Ο τομέας της μεταποίησης αποτελεί τον κλάδο στον οποίον η κυριότερη αιτία δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων θεωρείται η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού (42,2%).
– Σε γεωγραφικό επίπεδο, η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού θεωρείται ως ο κυριότερος λόγος δυσκολίας εύρεσης εργαζομένων στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και στα Νησιά Αιγαίου και την Κρήτη, ενώ το υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που θεωρεί ως βασικό λόγο δυσκολίας εύρεσης προσωπικού τις μη ανταγωνιστικές αμοιβές σημειώνεται στην περιοχή της Αττικής.