Ποια η θέση της οικονομίας μετά το τέλος της πανδημίας
Τα μέτρα για τον κορωνοϊό που ανακοινώνονται κατά καιρούς, τοπικά ή πανελλαδικά, αποσκοπούν στη μείωση ή στη σταθεροποίηση των κρουσμάτων. Όταν, μετά την πάροδο 15-20 ημερών, τα ημερήσια κρούσματα αυξάνονται, και μάλιστα δραματικά, σημαίνει απλά ότι τα μέτρα που ελήφθησαν απέτυχαν.
Άρα, ακολουθεί νέος κύκλος μέτρων, ο οποίος δεν πρέπει να κινείται στην ίδια λογική και να επαναλαμβάνει τα λάθη και τις παραλείψεις των προηγούμενων, αλλά να περιέχει κάτι πιο αποτελεσματικό.
Το ερώτημα που απλούστατα γεννάται από τα παραπάνω, είναι «ποια θα είναι η κατάσταση στην ελληνική οικονομία, έπειτα από δύο lockdown, και συνεχόμενες αλλαγές στα μέτρα προστασίας κατά της εξάπλωσης του κορωνοϊού;».
Οι τάσεις οι οποίες προκύπτουν, στην πλευρά της οικονομίας είναι δύο, σύμφωνα με τον οικονομολόγο/κοσμήτορα της σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Γρηγόρη Ζαρωτιάδη, ο οποίος ανέλυσε λεπτομερώς στο Thesstoday.gr την θέση της οικονομίας, την επόμενη μέρα αφού τελειώσει η πανδημία.
«Η πρώτη, είναι μία τάση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Δηλαδή από εκεί που υπάρχουν 10 μαγαζιά να μείνουν 3.
Αυτό διακινδυνεύει να έχει επιπτώσεις, όπως πρώτον, απώλεια σταδιακά ευημερίας από την πλευρά των καταναλωτών, δηλαδή πιο λίγα προϊόντα και προσφορές, κι από την άλλη διακυβεύεται το μέλλον της μικρής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και αυτοαπασχόλησης».
Εκτός του ότι έπαιξε, σύμφωνα με τον κ. Ζαρωτιάδη, έναν σημαντικό ρόλο στο να κρατά και να δίνει δυνατότητες απασχόλησης σε σημαντικό μερίδιο της κοινωνίας, μπορούσε, στις νέες εξελίξεις και συνθήκες, να αποτελέσει έναν σημαντικό τομέα παραγωγής, γιατί αυτό που ζητούν οι διεθνείς αγορές είναι, όχι μαζικώς παραγόμενα προϊόντα αλλά εξειδικευμένα, ποιοτικά και διαφοροποιημένα.
«Εάν δεν κινδυνεύει να χαθεί το μέλλον αυτών των επιχειρήσεων, σίγουρα θα υποστεί ένα τεράστιο πλήγμα» τονίζει ο κ. Ζαρωτιάδης.
Στη συνέχεια προσθέτει «δεύτερον, υπάρχει μία, βιαστική και άρα εγκυμονούσα για κινδύνους, ενσωμάτωση της τεχνολογίας στις εργασιακές σχέσεις.
Επειδή, οι τεχνολογικές δυνατότητες εξελίσσονται ραγδαία, θέλει αντίστοιχα με προσοχή να εξελίσσεται το θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει στους νέους χώρους πραγματικότητας που έχουμε, τα δικαιώματα των εργαζομένων, τις σωστές αμοιβές, τις ώρες εργασίας, να έχουν κοινωνική ζωή και όχι μόνο εργασιακή.
Αυτά όλα εάν δεν εξελιχθεί με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και επέκτασης των εργασιακών δικαιωμάτων, φοβάμαι ότι μπορούν να υποστούν μία μεγάλη πίεση».
Όσον αφορά το χρέος, το σίγουρο είναι πως η πραγματικότητα θα είναι δυσμενέστερη από τον τελευταίο προϋπολογισμό.
«Ήδη οι στατιστικές αναφέρουν διψήφιο αριθμό ύφεσης του 2020, θεωρώ πως θα αγγίξει το 11%. Ξεκινήσαμε με έναν προϋπολογισμό που θεωρούσαμε πως η ύφεση του ’20 θα είναι κάτω από το 8% και προφανώς αυτό διαψεύδεται.
Δεν θεωρώ εφικτό να φτάσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης που προσδοκά η κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει πως ο προϋπολογισμός του ’21, δεν θα υλοποιηθεί, έτσι όπως ψηφίστηκε».
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως, θα υπάρξει πίεση στα δημοσιονομικά του κράτους, και εάν δεν αξιοποιηθούν γρήγορα αλλά και αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι που υπάρχουν, τότε η πίεση στο δημόσιο και εθνικό χρέος θα είναι τεράστια.
«Εάν συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι αυτή η έξαρση της οικονομικής κρίσης, λόγω της πανδημίας, προκαλεί γενικότερα δυσκολίες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα διεθνώς, ο συνδυασμός μιας επιδεινούμενης κατάστασης στην ελληνική οικονομία με την δυσκολία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις ανάλογες, αυτών που βιώσαμε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας».
Φυσικά πάντα υπάρχουν διέξοδοι και λύσεις, αν όχι σε όλα, στα περισσότερα ζητήματα, ακόμη και της ελληνικής οικονομίας. «Καταρχάς μετά την επιδείνωση της κατάστασης του δεύτερου κύματος της πανδημίας και της αδυναμίας των οικονομιών να αναταχθούν, θεωρώ ότι το πακέτο της κοινότητας για την ανασυγκρότηση των οικονομιών και την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι ήδη λίγο, πρέπει να υπάρξει μία δεύτερη επανεκτίμηση της κατάστασης σε επίπεδο ευρωζώνης και κοινότητας, ώστε να δοθούν περισσότερα χρήματα.
Επίσης, πρέπει να δώσουμε όλη την προσοχή, στην όσο το δυνατόν γρηγορότερη αλλά και ταυτόχρονα αποτελεσματική αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων.
Φοβάμαι πως αυτά είναι οι προϋποθέσεις για να μιλήσουμε για οτιδήποτε άλλο. Από εκεί και πέρα αν καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε σωστά τα κονδύλια αυτά, πρέπει μετά να περάσουμε για το που και σε ποια κατεύθυνση θα χρησιμοποιηθούν.
Πρέπει να υπάρξουν επενδύσεις παραγωγικού χαρακτήρα, και όχι για ακόμη μία φορά ενίσχυση της κατανάλωσης» καταλήγει ο κ. Ζαρωτιάδης.