Παρασκευή 22.11.2024
More

    Γιατί λιγοστεύουν οι μέλισσες;

    Φραγμό στον καταστροφικό αφανισμό των μελισσών επιζητούν οι ειδικοί

    Η ευρεία χρήση φυτοφαρμάκων, αλλά και οι δραστικές αλλαγές στο περιβάλλον λόγω της κλιματικής κρίσης είναι πιθανότατα οι κύριες αιτίες της εξαφάνισης των μελισσών που παρατηρείται την τελευταία 15ετία. Το φαινόμενο καταγράφεται κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές ακόμη χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ωστόσο σε μικρότερο βαθμό. Οι επαγγελματίες μελισσοκόμοι αναφέρουν συχνά ότι τα μελίσσια τους «καταρρέουν» μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, βρίσκουν την κυψέλη σχεδόν άδεια να έχει απομείνει «η βασίλισσα και μια χούφτα μέλισσες, σαν να προσπαθούν να αντισταθούν, να φυλάξουν Θερμοπύλες» διηγούνται. Οι επιστήμονες επισημαίνουν όμως ότι παρατηρείται μείωση και των πληθυσμών των άγριων μελισσών και των βομβίνων, η οποία απλώς δεν μπορεί να καταγραφεί με συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία. Η δραματική μείωση του πληθυσμού των μελισσών προκαλεί μεγάλη ανησυχία δεδομένου ότι αποτελεί σημάδι κινδύνου για όλη την τροφική αλυσίδα. Τα συγκεκριμένα έντομα αποτελούν τους κύριους επικονιαστές για μια σειρά φυτών, οι καρποί των οποίων φτάνουν στο τραπέζι μας, βοηθούν όμως και στον πολλαπλασιασμό φυτών που αποτελούν τροφή για τα ζώα.

    Ψήφισμα του ΟΗΕ το 2017 τόνισε την άμεση ανάγκη να προστατευτούν οι μέλισσες, καθώς συνδέονται άμεσα με την επιβίωση μεγάλου μέρους του ανθρώπινου πληθυσμού. Χωρίς τις μέλισσες τα διαθέσιμα τρόφιμα θα μειωθούν δραματικά από την άποψη της ποσότητας –η δυσκολία στη γονιμοποίηση θα φέρει λιγότερους καρπούς– αλλά και της ποικιλίας. Καλαμπόκι, ρύζι και σιτάρι είναι από τις λίγες καλλιέργειες που δεν χρειάζονται τα έντομα ως επικονιαστές για να πολλαπλασιαστούν. Oμως, για παράδειγμα οι μηλιές, οι φραουλιές και οι αμυγδαλιές έχουν ανάγκη να ακουμπήσουν οι μέλισσες στα άνθη τους για να μεταφέρουν τη γύρη στο άλλο φυτό και έτσι να «ζευγαρώσουν» και να παράγουν καρπούς. Οι 71 από τις 100 πιο σημαντικές καλλιέργειες που αφορούν την παραγωγή τροφίμων παγκοσμίως επικονιάζονται από τις μέλισσες. Παράλληλα όμως και το 80% της άγριας βλάστησης οφείλεται στις μέλισσες.

    Σταθερή πορεία μείωσης των πληθυσμών αναφέρει η Φανή Χατζίνα, βιολόγος, διευθύντρια ερευνών στο Τμήμα Μελισσοκομίας του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής για την υγεία των μελισσών της διεθνoύς ομοσπονδίας συλλόγων μελισσοκόμων (APIMONTIA). Σε κάποιες χώρες, όπως τις ΗΠΑ, παρατηρείται μείωση του πληθυσμού των μελισσών στις κυψέλες έως και 60%-70% κάθε χρόνο. «Κάποιες φορές υπάρχει το φαινόμενο της κατάρρευσης της κυψέλης, σαν να εξαφανίζονται οι μέλισσες. Αλλοτε πάλι ο πληθυσμός μειώνεται τόσο πολύ που τα μελίσσια δεν μπορούν τελικά να επιβιώσουν», εξηγεί. Η ίδια αποδίδει το φαινόμενο στη μεγάλη χρήση φυτοφαρμάκων, σημειώνοντας ότι στις περιοχές που υπάρχουν εντατικές μονοκαλλιέργειες καταγράφονται οι μεγαλύτερες απώλειες. «Πολλές φορές μεταφέρουν πίσω στη φωλιά τους μολυσμένη με φυτοφάρμακα γύρη, την οποία αποθηκεύουν και τη χρησιμοποιούν στην αρχή της άνοιξης όταν δεν έχουν άλλα αποθέματα», περιγράφει. Και κάπως έτσι εμφανίζεται το φαινόμενο των καθυστερημένων απωλειών – εξαφανίσεων, τις οποίες δεν μπορεί κανείς να εξηγήσει.

    «Η κλιματική αλλαγή δυσκολεύει και τις μέλισσες, καθώς τα φυτά ανθίζουν νωρίτερα από ό,τι αναμένεται. Εχει χαθεί ο συγχρονισμός και έτσι δεν βρίσκουν αρκετή τροφή», προσθέτει η κ. Χατζίνα. «Η προστασία της μελισσοκομίας, εκτός από την παραγωγή ποιοτικού μελιού, μπορεί στην κυριολεξία να σώσει τον κόσμο», τονίζει ο Γεώργιος Πίττας ιδιοκτήτης της Αττικής Μελισσοκομικής Εταιρείας, εξηγώντας ότι οι μελισσοκόμοι συχνά δεν μπορούν να βρουν τόπο να βοσκήσουν τα μελίσσια τους.

    «Σε πολλά μέρη της χώρας υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με την τοποθέτηση των μελισσιών. Τσακωνόμαστε με τα δασαρχεία, δεν πρέπει να είμαστε κοντά σε δρόμο ή σε κατοικημένη περιοχή και χρειάζεται να υπάρχει επαρκής ανθοφορία για να βοσκήσουν οι μέλισσες», λέει στην «Κ» ο πρόεδρος του μελισσοκομικού συλλόγου Εβρου Πασχάλης Χριστοδούλου. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι μελισσοκόμοι τσακώνονται και μεταξύ τους για μια «γωνίτσα» σε μέρος με καλά φυτά για να βρίσκουν φαγητό τα μελίσσια τους.

    Το πάρκο στον Εβρο

    Το μελισσοκομικό πάρκο το οποίο ολοκληρώνεται σύντομα στη Δαδιά του Εβρου –ένα ακόμη δημιουργείται στην Εύβοια– θα δώσει επαρκή χώρο και καλές συνθήκες για τη μελισσοκομία. Το πάρκο έχει έκταση 1.600 στρεμμάτων στην οποία έχουν φυτευτεί διάφοροι θάμνοι και έχει προβλεφθεί η παροχή νερού από πηγές για πότισμα της βλάστησης εφόσον χρειάζεται, αλλά και ποτίστρες για να πίνουν νερό οι μέλισσες.

    Πρόκειται για μια έκταση «πλήρως οριοθετημένη στην οποία πραγματοποιείται αειφόρος διαχείριση και προστασία της αυτοφυούς μελισσοκομικής χλωρίδας με σκοπό την κάλυψη των αναγκών μελισσιών που εγκαθίστανται», λέει ο εμπνευστής της ιδέας και πρωτεργάτης της υλοποίησης του σχεδίου Πασχάλης Χαριζάνης, καθηγητής και διευθυντής στο Εργαστήριο Σηροτροφίας και Μελισσοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου. «Είναι πολύ σημαντικό ότι σε αυτή την περιοχή θα υπάρχει μεγάλη περίοδος ανθοφορίας για να μπορούν να βοσκήσουν οι μέλισσες όσο χρειάζονται», συμπληρώνει ο κ. Χριστοδούλου, γεγονός που εξασφαλίζει καλή ποιότητα μελιού αλλά και λιγότερα έξοδα για τους μελισσοκόμους, που δεν χρειάζεται έτσι να προσθέτουν τροφή.

    Υπό απειλή και οι πεταλούδες

    Η σχεδόν εξαφάνιση ενός ακόμη σημαντικού για την επικονίαση και τη λειτουργία της τροφικής αλυσίδας εντόμου έχει ανησυχήσει ιδιαίτερα τους επιστήμονες. Οι πεταλούδες πετούν στους αγρούς όλο και πιο σπάνια, ενώ πρόσφατα επιστημονικό ινστιτούτο στις ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι δυσκολεύεται να εντοπίσει τη διάσημη πεταλούδα μονάρχη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, αλλά εφόσον δεν εντοπίζεται σημαίνει ότι ο πληθυσμός έχει μειωθεί πολύ, επισημαίνουν. Η κλιματική αλλαγή θεωρείται ότι έχει επηρεάσει τη διαδικασία μετανάστευσης του συγκεκριμένου είδους, που ξεκινάει το ταξίδι του νωρίτερα λόγω ζέστης, αλλά στον δρόμο αδυνατεί να βρει την αναγκαία τροφή για να μπορέσει να συνεχίσει. Η ακραία ζέστη πλήττει τις πεταλούδες, οι οποίες αντίθετα από τις μέλισσες που έχουν δυνατότητες προσαρμογής, είναι εξαιρετικά ευαίσθητες. Αυτός είναι και ο λόγος που οι επιστήμονες τις θεωρούν δείκτη – κάτι σαν το «καναρίνι που απελευθέρωναν στο ορυχείο για να δουν αν υπάρχει πρόβλημα για την υγεία».

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ