Η μεγάλης κλίμακας δενδροφύτευση, αντί να ωφελήσει το περιβάλλον, ενδεχομένως να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα, αναφέρουν δύο νέες μελέτες.
Η μία αναφέρει ότι τα οικονομικά κίνητρα για τη φύτευση δέντρων μπορούν να μειώσουν τη βιοποικιλότητα, έχοντας ελάχιστη επίδραση στις εκπομπές άνθρακα.
Μία άλλη ανεξάρτητη μελέτη διαπίστωσε ότι η ποσότητα του άνθρακα που μπορεί να απορροφήσουν τα νέα δάση ενδεχομένως να έχει υπερεκτιμηθεί.
Το βασικό μήνυμα και από τις δύο είναι ότι η φύτευση δέντρων δεν είναι μια απλή λύση στην κλιματική αλλαγή.
Τα τελευταία χρόνια, η ιδέα της φύτευσης δέντρων ως μια λύση χαμηλού κόστους και υψηλού αντίκτυπου στην κλιματική αλλαγή έχει γίνει συνήθης τακτική.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα δέντρα έχουν τεράστια δυνατότητα απορρόφησης και αποθήκευσης άνθρακα και πολλές χώρες έχουν καθιερώσει εκστρατείες δενδροφύτευσης ως βασικό στοιχείο των σχεδίων τους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι υποσχέσεις των πολιτικών κομμάτων να φυτέψουν όλο και περισσότερα δέντρα ήταν χαρακτηριστικό των προεκλογικών δεσμεύσεων πέρυσι.
Στις ΗΠΑ, ακόμη και ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει ακολουθήσει την εκστρατεία Trillion Trees. Αντίστοιχα, νομοθεσία για την υποστήριξη της ιδέας αυτής είχε φτάσει στο Κογκρέσο.
Μια άλλη σημαντική πρωτοβουλία δενδροφύτευσης ονομάζεται Πρόκληση της Βόννης. Μία πρωτοβουλία, που φιλοδοξεί να αναδασώσει μέχρι το 2030, 1,5 δισεκατομμύρια στρέμματα, δηλαδή το 7% από τα 20 δισεκατομμύρια στρέμματα στον πλανήτη τα οποία, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, είναι κατάλληλα για αναδάσωση.
Μέχρι στιγμής, περίπου 40 έθνη έχουν εγκρίνει την ιδέα. Όμως, οι επιστήμονες έχουν επιστήσει την προσοχή στη μεγάλη βιασύνη για την εκπόνηση τέτοιων έργων.
Επισημαίνουν το γεγονός ότι στην Πρόκληση της Βόννης σχεδόν το 80% των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί μέχρι σήμερα αφορά τη φύτευση φυτειών μονοκαλλιέργειας ή ένα περιορισμένο μείγμα δέντρων που παράγουν συγκεκριμένα προϊόντα όπως φρούτα ή φίκους.
Οι συγγραφείς αυτής της νέας μελέτης εξέτασαν προσεκτικά τα οικονομικά κίνητρα που δόθηκαν σε ιδιώτες γαιοκτήμονες για να φυτέψουν δέντρα.
Αυτά τα χρήματα θεωρούνται βασικό στοιχείο στη σημαντική αύξηση του αριθμού των δένδρων.
Η μελέτη εξέτασε το παράδειγμα της Χιλής, όπου διάταγμα για την επιδότηση της δενδροφύτευσης ήταν σε ισχύ από το 1974 έως το 2012 και θεωρήθηκε ευρέως ως μια παγκόσμια επιδιωκόμενη πολιτική αναδάσωσης.
Ο νόμος επιχορήγησε το 75% των δαπανών φύτευσης νέων δασών.
Ενώ όμως, προοριζόταν να μην ισχύει για τα υπάρχοντα δάση, η χαλαρή επιβολή και οι περιορισμοί του προϋπολογισμού κατέληξαν στο γεγονός ορισμένοι ιδιοκτήτες γης απλώς να αντικαθιστούν τα εγγενή δάση με πιο επικερδείς νέες δενδροφυτεύσεις.
Η μελέτη τους διαπίστωσε ότι με το καθεστώς επιδότησης, μπορεί να μεγάλωνε η έκταση που καλύπτεται από δέντρα, αλλά μειωνόταν ταυτόχρονα η έκταση των φυσικών δασών.
Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι δεδομένου ότι τα εγγενή δάση της Χιλής είναι πλούσια σε βιοποικιλότητα και αποθηκεύουν μεγάλες ποσότητες άνθρακα, το σύστημα επιδότησης απέτυχε να αυξήσει τα αποθέματα άνθρακα και επιτάχυνε την απώλεια της βιοποικιλότητας.
«Εάν οι πολιτικές για την παροχή κινήτρων δεν έχουν σχεδιαστεί ή δεν εφαρμόζονται επαρκώς, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος, όχι μόνο για κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος αλλά και για απελευθέρωση περισσότερου άνθρακα και απώλεια της βιοποικιλότητας», δήλωσε ο συν-συγγραφέας καθηγητής Eric Lambin, από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
«Αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που στοχεύουν αυτές οι πολιτικές».
Μια δεύτερη μελέτη που διενεργείται εξετάζει πόσο άνθρακα θα μπορούσε να απορροφήσει ένα πρόσφατα φυτεμένο δάσος.
Μέχρι στιγμής, πολλοί επιστήμονες έχουν υπολογίσει την ποσότητα του άνθρακα που τα δέντρα μπορούν να απορροφήσουν από τον αέρα χρησιμοποιώντας μια σταθερή αναλογία.
Με την εικασία ότι αυτή η αναλογία θα εξαρτηθεί από τις τοπικές συνθήκες, οι ερευνητές εξέτασαν τη βόρεια Κίνα, η οποία έχει προβεί σε εντατική φύτευση δέντρων, λόγω της κυβερνητικής οδηγίας για την κλιματική αλλαγή, αλλά και σε μια προσπάθεια μείωσης της σκόνης από την έρημο του Γκόμπι.
Ερευνώντας 11.000 δείγματα εδάφους που ελήφθησαν από δάση, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι σε εδάφη φτωχά σε άνθρακα, η προσθήκη νέων δέντρων αύξησε την πυκνότητα του οργανικού άνθρακα.
Αντίθετα, όπου τα εδάφη ήταν ήδη πλούσια σε άνθρακα, η προσθήκη νέων δέντρων μείωσε αυτήν την πυκνότητα.
Οι συγγραφείς λένε ότι προηγούμενες παραδοχές σχετικά με το πόσο μπορούν να διορθωθούν τα ποσοστά απορρόφησης οργανικού άνθρακα με τη φύτευση νέων δέντρων, ενδεχομένως να αποτελούν μια υπερεκτιμημένη άποψη.
«Ελπίζουμε ότι οι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν ότι οι πρακτικές αναδάσωσης δεν είναι ένα μόνο πράγμα», δήλωσε ο δρ Anping Chen, από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
«Η αναδάσωση περιλαμβάνει πολλές τεχνικές λεπτομέρειες και ισορροπίες διαφορετικών τμημάτων και δεν μπορεί να λύσει όλα τα κλιματικά μας προβλήματα».
Και οι δύο μελέτες έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Nature Sustainability.
Με πληροφορίες του BBC