Συχνά δεν ακολουθούν τη συντομότερη διαδρομή, σύμφωνα με νέα έρευνα
Το ερώτημα πώς ζώα που μεταναστεύουν βρίσκουν τον δρόμο τους, όταν καλύπτουν εκατοντάδες ή χιλιάδες χιλιόμετρα, είναι ένα ερώτημα που απασχολεί τους επιστήμονες από την εποχή του Δαρβίνου. Τώρα, νέα έρευνα δείχνει ότι ορισμένες θαλάσσιες χελώνες ίσως στην πραγματικότητα δεν ξέρουν πού πηγαίνουν.
Επιστήμονες χαρτογράφησαν τις κινήσεις θαλάσσιων χελωνών του είδους Eretmochelys imbricata, ενώ κολυμπούσαν από τα σημεία που είχαν φτιάξει τις φωλιές τους στο Αρχιπέλαγος Τσάγκος, προς περιοχές αναζήτησης τροφής, επίσης στον Ινδικό Ωκεανό.
Οι ειδικοί- παρακολουθώντας μέσω δορυφόρου 22 εκπροσώπους του είδους- διαπίστωσαν ότι οι χελώνες συχνά δεν ακολουθούσαν τη συντομότερη διαδρομή όταν μετανάστευαν σε μικρές αποστάσεις. Συνήθως, κάλυπταν τη διπλάσια απόσταση από την απαιτούμενη για να φτάσουν στο μέρος που ήταν ο στόχος τους. Μάλιστα, μία από τις χελώνες κολύμπησε 1.306 χιλιόμετρα για να φτάσει σε νησί που απείχε μόλις 176 χιλιόμετρα, κάνοντας απόσταση σχεδόν επταπλάσια της ευθείας διαδρομής.
Οι θαλάσσιες χελώνες του είδους Eretmochelys imbricata συνήθως μεταναστεύουν σε απόσταση περίπου 150 χιλιομέτρων για αναζήτηση τροφής. Ελάχιστη, σε σύγκριση με τις πράσινες θαλάσσιες χελώνες. «Έχουμε παρακολουθήσει τις πράσινες χελώνες που φτιάχνουν τις φωλιές τους στο Αρχιπέλαγος Τσάγκος να καλύπτουν σχεδόν 5.000 χιλιόμετρα προς τις περιοχές αναζήτησης τροφής. Διασχίζουν τον Ινδικό Ωκεανό, έως τις αφρικανικές ακτές», λέει ο καθηγητής Γκράεμε Χέιζ του Deakin University, ο οποίος ήταν επικεφαλής της έρευνας.
Αν και το ταξίδι των πράσινων χελωνών είναι μεγάλο, κατά μία έννοια είναι σχετικά εύκολο. «Το μόνο που πρέπει να κάνει η χελώνα είναι να κολυμπήσει αόριστα προς τα δυτικά και τελικά θα πετύχει την Αφρική», συμπληρώνει.
Οι εκπρόσωποι του είδους Eretmochelys imbricata καλύπτουν μεν πολύ μικρότερη απόσταση για τη μετανάστευσή τους, αλλά έχουν πιο δύσκολο έργο. Σύμφωνα με παλιότερη έρευνα, οι θαλάσσιες χελώνες ανιχνεύουν τις αλλαγές στο μαγνητικό πεδίο της Γης για να βρουν πού θέλουν να πάνε.
Αυτός ο «γεωμαγνητικός χάρτης» δεν τους επιτρέπει να βρουν τη συντομότερη διαδρομή, αλλά τους «λέει» πότε απομακρύνονται πολύ από τη διαδρομή, λέει ο Χέιζ αναφερόμενος στα στοιχεία που προέκυψαν από τη νέα έρευνα.
Επιπλέον, αυτός ο «γεωμαγνητικός χάρτης» δεν είναι τόσο ακριβής ώστε να εντοπίσουν μικρά, συγκεκριμένα μέρη, όπως απομακρυσμένα νησιά. Όταν φτάνουν πιο κοντά στον στόχο τους, πιθανότατα χρησιμοποιούν άλλα στοιχεία, όπως η αίσθηση της όσφρησης ή τα ορατά σημάδια, λέει ο Χέιζ. «Στα τελικά στάδια, μπορούν να μυρίσουν ένα νησί στο οποίο κατευθύνονται», αναφέρει ως παράδειγμα.
«Βλέποντας κάποιου είδους σημάδι, για παράδειγμα όταν τα νερά αρχίζουν να γίνονται πιο ρηχά και μπορούν να δουν τον βυθό, τότε πιθανότατα έχουν κάποιου είδους γνωστικό χάρτη της περιοχής. Θα μπορούσαν πιθανότατα απλά να αναγνωρίζουν τον πυθμένα, όπως ο άνθρωπος αναγνωρίζει τα σημάδια στην περιοχή που ζει», συμπληρώνει.
Με πληροφορίες από Guardian