Οι τελευταίες ώρες της COP27 ήταν ίσως οι πιο έντονες. Η τελική εκδοχή του κειμένου περιλάμβανε μια διατύπωση σχετικά με την αποδοχή της «ενέργειας χαμηλών εκπομπών», αφήνοντας πικρή γεύση στις χώρες που είχαν υποστηρίξει την πρόταση της Ινδίας για σταδιακή κατάργηση κάθε χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Ωστόσο, υπήρξε και μια σημαντική αλλαγή τις τελευταίες ημέρες που έφερε μια θετική εξέλιξη στη διάσκεψη: το ταμείο ζημιών και απωλειών. Την ώρα που η COP27 κινδύνευε να καταλήξει σε αδιέξοδο σχετικά με το επίμαχο ζήτημα ενός ταμείου αποζημιώσεων για τα κράτη του Νότου που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, έπεσε στο τραπέζι μια ιδέα. Η ΕΕ πρότεινε ότι, εάν υπήρχε παγκόσμια δέσμευση για την επίτευξη μέγιστης εκπομπής ρύπων έως το 2025, θα υποστήριζε ένα νέο παγκόσμιο ταμείο για τη χρηματοδότηση της αντιμετώπισης των κλιματικών καταστροφών στις πιο ευάλωτες χώρες του κόσμου. Μέχρι το σημείο αυτό, η ΕΕ είχε ευθυγραμμιστεί με τις ΗΠΑ στο να μπλοκάρει ιδέες που προέρχονταν από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Αλλά, την τελευταία στιγμή, η ΕΕ άφησε τις ΗΠΑ απομονωμένες στην αντιπολίτευση.
Από τότε που οι ΗΠΑ προσχώρησαν εκ νέου στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, η ΕΕ και οι ΗΠΑ έχουν επιδιώξει διαφορετικά στιλ ηγεσίας. Η προσέγγιση των ΗΠΑ, η οποία χαρακτηρίζεται από τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού που τέθηκε σε ισχύ τον Αύγουστο του 2022, έχει επικεντρωθεί στην επίτευξη της συμβολής των ΗΠΑ στους στόχους του Παρισιού μέσω κρατικών ενισχύσεων για τις επιχειρήσεις που είναι πρόθυμες να επενδύσουν σε καθαρή ενέργεια, ώστε να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ φιλοδοξεί να δώσει το παράδειγμα μέσω της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, της πρώτης προσπάθειας οποιασδήποτε παγκόσμιας δύναμης να μετασχηματίσει τις οικονομίες της μέσω της απεξάρτησης από τον άνθρακα, πριν από όλους τους άλλους δρώντες. Βασικές πτυχές της Πράσινης Συμφωνίας, όπως ο Μηχανισμός Προσαρμογής των Ορίων Άνθρακα, θα καταστήσουν δυσκολότερο για τις επιχειρήσεις γειτονικών χωρών να ανταγωνιστούν τις ευρωπαϊκές εταιρείες, εκτός αν απαλλαγούν και αυτές από τις εκπομπές άνθρακα. Όμως, η φιλοσοφία της ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας ήταν να γίνουν πρώτα οι δύσκολες επιλογές, χρησιμοποιώντας τον κανονισμό με τρόπο που θα ωθούσε τις επιχειρήσεις να αλλάξουν, δείχνοντας έτσι στις πιο απρόθυμες χώρες ότι το ταξίδι προς τις μηδενικές εκπομπές είναι εφικτό.
Το όραμα της ΕΕ για το κλίμα αντιμετώπισε προβλήματα αξιοπιστίας το 2022 με τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στην επακόλουθη ενεργειακή κρίση, τα κράτη μέλη της ΕΕ προσπάθησαν με ταχείς ρυθμούς να αντικαταστήσουν τις προμήθειες ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία με άλλες αντίστοιχες. Με τον τρόπο αυτό, υπέσκαψαν τις προμήθειες άλλων χωρών και ανέβασαν παγκοσμίως τις τιμές του φυσικού αερίου. Όταν, ενόψει της COP27, οι ηγέτες της ΕΕ πίεσαν άλλες χώρες να εκπληρώσουν και να εμβαθύνουν τους στόχους τους στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού, ενώ έκαναν πίσω όσον αφορά τη δική τους συμφωνία, κατηγορήθηκαν για υποκρισία: αγνόησαν τις δικές τους υποσχέσεις απαλλαγής από τον άνθρακα όταν η ενεργειακή τους ασφάλεια απειλούνταν.
Όπως δείχνει ένα νέο εργαλείο παρακολούθησης των ενεργειακών συμφωνιών που εγκαινίασε το ECFR αυτόν τον μήνα, υπάρχει ένας βαθμός αλήθειας σε αυτή την κατηγορία. Από τις νέες συμφωνίες ενεργειακού εφοδιασμού που σύναψε η ΕΕ το 2022, μόνο οι μισές έχουν στοιχεία καθαρής ενέργειας. Εντούτοις, οι προαναφερθείσες ποικίλλουν σε βάθος: από τη δέσμευση για διερεύνηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με χώρες εκτός ΕΕ έως την ανάπτυξη των κατάλληλων υποδομών και τις άμεσες εισαγωγές καθαρής ενέργειας.
Το Σαρμ Ελ Σέιχ κατέδειξε πόσο εύθραυστη είναι η παγκόσμια συναίνεση για συνεργασία γύρω από το κλίμα, δεδομένου του τεράστιου χάσματος εμπιστοσύνης όσον αφορά τη χρηματοδότηση για τις κλιματικές δράσεις, τη χρηματοδότηση του χρέους, καθώς και τον εμβολιαστικό εθνικισμό. Και —δεδομένης της έλλειψης προόδου για τον τερματισμό της χρήσης ορυκτών καυσίμων στη φετινή COP— οι εν εξελίξει ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για την κλιματική δράση χρειάζονται περισσότερο από ποτέ. Δεν είναι δεδομένο ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ μετά τις εκλογές του 2024 θα είναι τόσο ευνοϊκά διακείμενος στην ατζέντα για το κλίμα όσο ο Μπάιντεν. Εάν η Ευρώπη υποχωρήσει από τον ηγετικό ρόλο που διαδραμάτισε τα τελευταία χρόνια, ο δύσκολος δρόμος για την παγκόσμια απεξάρτηση από τον άνθρακα θα γίνει αδιάβατος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η καθυστερημένη μεταστροφή της ΕΕ στην υπόθεση της αύξησης της χρηματοδότησης για το κλίμα προς τις πιο ευάλωτες χώρες είναι ευπρόσδεκτη, αλλά δεν επαρκεί για να συνεχίσει να έχει ηγετικό ρόλο για το κλίμα κατά τους επόμενους μήνες και χρόνια. Η ΕΕ πρέπει επίσης να ενισχύσει την ηγετική της θέση με το παράδειγμά της, αποδεικνύοντας ότι η δράση για το κλίμα είναι συμβατή με τη βιώσιμη ενεργειακή ασφάλεια —και μάλιστα αποτελεί βασικό μέρος αυτής— τόσο για την Ευρώπη όσο και για όλα τα άλλα μέρη του κόσμου.
Η ΕΕ χρειάζεται ένα σχέδιο για να επενδύσει γρήγορα και να αυξήσει την καθαρή ενέργεια, αποδεικνύοντας ότι οι φιλικές προς το κλίμα επενδυτικές επιλογές θα αποδώσουν. Η επένδυση σε έναν ισχυρό και βιώσιμο βιομηχανικό μετασχηματισμό εντός της ΕΕ θα την τοποθετήσει σε καλύτερη θέση στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, καθώς ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού αρχίζει να έχει εμφανή αποτελέσματα. Ακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ, η ΕΕ μπορεί να ασκήσει τη δική της κλιματική δύναμη που της επιτρέπει να είναι τόσο ανταγωνιστική —διατηρώντας έναν υγιή ανταγωνισμό με τις αμερικανικές επιχειρήσεις— όσο και υποστηρικτική προς τις πιο ευάλωτες οικονομίες.
Ένας επιτυχημένος ευρωπαϊκός συνδυασμός επενδύσεων και κανονισμών μπορεί ακόμη και να πείσει τις ΗΠΑ να κάνουν περισσότερα από νομοθετικής πλευράς. Δύο παγκόσμιες περιοχές που λειτουργούν με παρόμοιες προσεγγίσεις απαλλαγής από τον άνθρακα είναι ισχυρότερες από μία όσον αφορά τον ανταγωνισμό με το κινεζικό μοντέλο που τροφοδοτείται από τον άνθρακα. Όμως, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να δράσουν τώρα, να θέσουν σε εφαρμογή τις επενδύσεις και τα κίνητρα για καθαρή ενέργεια στην απαραίτητη κλίμακα, να διαμορφώσουν το τοπίο μετά την COP27 και να ωθήσουν τους άλλους προς την ενσωμάτωση. Στο Σαρμ Ελ Σέιχ, οι Ευρωπαίοι είπαν ότι «μπορούμε να το καταφέρουμε», οπότε τώρα πρέπει η ΕΕ να αποδείξει στην πράξη ότι μπορεί να το εφαρμόσει στο εσωτερικό της.
Η Σούζι Ντένισον είναι διευθύντρια του προγράμματος «Ευρωπαϊκή Δύναμη» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR).