Οι καύσωνες ξεκινούν 2-5 ημέρες νωρίτερα και σταματούν 2-6 ημέρες αργότερα
Τις τελευταίες δεκαετίες τα κύματα ζέστης και οι καύσωνες στην Ελλάδα έρχονται νωρίτερα, ακόμα και μέσα στον Μάιο, και φεύγουν αργότερα, επηρεάζοντας και τον Σεπτέμβριο. Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη Ελλήνων επιστημόνων που δημοσιεύθηκε πρόσφατα σε επιστημονικό περιοδικό, καταγράφεται τάση διεύρυνσης της περιόδου εμφάνισης των καυσώνων στην Αθήνα, έως και 10 ημέρες ανά δεκαετία. Συγκεκριμένα, κάθε δέκα χρόνια η έναρξη της περιόδου εκδήλωσης φαινομένων καύσωνα μετατοπίζεται 2-5 ημέρες νωρίτερα, ενώ η λήξη της επεκτείνεται 2-6 ημέρες αργότερα.
Το διήμερο 16-17 Μαΐου 2020 σημειώθηκε μια ιδιαίτερα έντονη «εισβολή» ζέστης και ένα θερμό κύμα σφιχταγκάλιασε τη χώρα, με τις θερμοκρασίες στην Αθήνα να φθάνουν στους 36,4° C και 37° C αντίστοιχα (σταθμός Θησείου του Εθνικού Αστεροσκοπείου). Το φαινόμενο χαρακτηρίστηκε πρώιμος καύσωνας του Μαΐου και προκλήθηκε ευρύτερη ανησυχία για τη χρονική επέκταση ανάλογων καιρικών συμβάντων, ειδικά σε μια εποχή που φέρνει όλο και περισσότερο τα σημάδια της κλιματικής αλλαγής.
Αν και η έννοια του καύσωνα είναι ευρέως αντιληπτή ως μια παρατεταμένη περίοδος υπερβολικής ζέστης, στη διεθνή βιβλιογραφία συναντώνται πολλοί διαφορετικοί ορισμοί για το φαινόμενο αυτό. Επιστήμονες από το Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (δρ Δήμητρα Φουντά, δρ Γιώργος Καταβούτας, Φραγκίσκος Πιέρρος, καθηγητής Νίκος Μιχαλόπουλος) δημοσίευσαν πρόσφατα επιστημονική μελέτη («Centennial changes in heat waves characteristics in Athens-Greece from multiple definitions based on climatic and bioclimatic indices») στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Global and Planetary Change» σχετικά με τις μακροχρόνιες μεταβολές στα κύρια χαρακτηριστικά των καυσώνων στη χώρα μας την περίοδο 1900-2019, χρησιμοποιώντας το ιστορικό κλιματικό αρχείο του ΕΑΑ και υιοθετώντας 15 διαφορετικούς ορισμούς καύσωνα, που υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία.
«Ολοι ανεξαιρέτως οι ορισμοί καύσωνα που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη υπέδειξαν σημαντική διαχρονική αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης αλλά και διάρκειας των καυσώνων. Για συγκεκριμένους ορισμούς καύσωνα, η συχνότητα εμφάνισής τους μετά το 1990 βρέθηκε να είναι έως και τέσσερις φορές μεγαλύτερη σε σχέση με τον μέσο όρο της προηγούμενης περιόδου. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τη μελέτη, ιδιαίτερα σημαντικές είναι και οι εποχικές μεταβολές των καυσώνων, υποδεικνύοντας πρόωρη έναρξη αλλά και καθυστερημένη λήξη των φαινομένων, και κατά συνέπεια επιμήκυνση της περιόδου εμφάνισής τους γενικά μέσα στον χρόνο. Ανάλογα με τον ορισμό, η έναρξη των καυσώνων έχει μετατοπιστεί 2-5 ημέρες νωρίτερα ανά δεκαετία από το 1960 και μετά, ενώ η λήξη 2-6 ημέρες αργότερα, με συνέπεια τη διεύρυνση της περιόδου εμφάνισής τους συνολικά μέχρι και 10 ημέρες ανά δεκαετία», λέει στην «Κ» η δρ Δήμητρα Φουντά, διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ οι μήνες που εμφανίζονταν τις προηγούμενες δεκαετίες οι καύσωνες ήταν κυρίως ο Ιούλιος αλλά και ο Αύγουστος, μετά το 2007 η Αθήνα πλήττεται και από τους λεγόμενους «πρώιμους καύσωνες», που εκδηλώνονται ολοένα συχνότερα και τον Ιούνιο, όπως το 2010 (15-18/6), το 2016, το 2017 και ο περυσινός το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου.
Γενικότερα όμως και πέρα από τη συνήθη διακύμανση του καιρού και των θερμομέτρων, η επιστημονική έρευνα καταγράφει μια τάση διαρκής ανόδου των μέσων τιμών της θερμοκρασίας τον μήνα Μάιο, διαμορφώνοντας όρους εμφάνισης φαινομένων ισχυρών κυμάτων ζέστης ή και καύσωνα. Ανάλογη χρονική επέκταση της ζέστης παρουσιάζεται και τον Σεπτέμβριο.
Στην Αθήνα έχουμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε αξιόπιστες καταγραφές της θερμοκρασίας από πολύ παλιά και να δούμε τις τάσεις που διαμορφώνονται. Το ιστορικό κλιματικό αρχείο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών είναι το παλαιότερο κλιματικό αρχείο της χώρας και περιλαμβάνει καταγραφές θερμοκρασίας από τα μέσα του 19ου αιώνα έως σήμερα. Μάλιστα, τα στοιχεία μετά το 1890 θεωρούνται πιο αξιόπιστα και ομοιογενή, καθώς ο κλιματικός σταθμός εγκαταστάθηκε τότε μόνιμα στη σημερινή του θέση στον Λόφο Νυμφών στο Θησείο και οι μετεωρολογικές παρατηρήσεις εκτελούνται με αυστηρό πρωτόκολλο.
«Μελετώντας τις μέσες μηνιαίες τιμές της μέγιστης θερμοκρασίας τον Μάιο από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα βλέπουμε πως αν και οι τιμές παρουσιάζουν σημαντική μεταβλητότητα από έτος σε έτος ή και σε δεκαετή κλίμακα, η συνολική τάση της θερμοκρασίας είναι ανοδική, με ρυθμό αύξησης περίπου 0,2° C ανά δεκαετία. Ιστορικά, ο πιο θερμός Μάιος ήταν αυτός του 1945 (29° C), με το 2003 να ακολουθεί (28,8° C). Από την άλλη, ο πιο ψυχρός Μάιος καταγράφηκε το 1919 (20,2° C), ενώ αξίζει να σημειωθεί πως και ο Μάιος του 2019 ήταν από τους ψυχρότερους των τελευταίων 30 ετών (24,7° C). Ο Μάιος του 2020 είχε μέση μέγιστη τιμή 26,6 °C, ενώ ο Μάιος του 2021 έφτασε στους 28° C», λέει η δρ Δήμητρα Φουντά.
Πέρα από την καταγραφή των μέσων τιμών, που παρά τη διακύμανσή τους εμφανίζουν τάση ανόδου ανά δεκαετία, ενδιαφέρον έχει και το γεγονός πως από το 1860 και μετά η μέγιστη θερμοκρασία κατά τον μήνα Μάιο στον σταθμό του Αστεροσκοπείου στο κέντρο της Αθήνας ξεπέρασε 18 φορές τους 35° C, με τις δέκα από αυτές να παρατηρούνται μετά το 1990.