Ανοιχτό το ενδεχόμενο για μία μεγαλύτερη από την αναμενόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού άφησε ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης.
Συνέντευξη στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινές Διαδρομές στο Πρώτο» με τη Μαρία Γεωργίου και τον Βασίλη Αδαμόπουλο παραχώρησε ο υπ. Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης και μεταξύ άλλων ερωτήθηκε για το κατά πόσο είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης, από την αναμενόμενη, αύξησης του κατώτατου μισθού, που θα συμπαρασύρει και μια σειρά επιδομάτων προς τα πάνω.
Όπως ανέφερε, πέρυσι δόθηκε διπλή αύξηση ουσιαστικά, περίπου της τάξεως του 10%, κάτι που οδήγησε την Ελλάδα να βρεθεί στην 9η χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 22 χώρες με κατώτατο μισθό, ο οποίος ανέρχεται στα 713 ευρώ και τόνισε ότι ξεκινάει μέσα στον Ιανουάριο η διαδικασία για την αύξηση του κατώτατου μισθού με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τα Ινστιτούτα τους, την Τράπεζα της Ελλάδος και το ΚΕΠΕ. Στη συνέχεια, αφού ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, ο υπουργός Εργασίας θα προτείνει στο Υπουργικό Συμβούλιο την αύξηση του κατώτατου μισθού.
“Προφανώς λαμβάνουμε υπόψη τη συγκυρία που υπάρχει, την πίεση που υπάρχει σε εργαζόμενους και νοικοκυριά και θα καταλήξουμε νομίζω σε αποφάσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε μια σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού που θα λαμβάνει υπόψη όμως και τις ανάγκες των επιχειρήσεων, την ανάγκη για ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Διότι αν το παραγνωρίσουμε αυτό θα πάμε να κάνουμε καλό στους εργαζόμενους και τελικά θα κάνουμε ζημιά, διότι οι επιχειρήσεις πρέπει να παραμείνουν ανοιχτές και ανταγωνιστικές”, ανέφερε ο κ. Χατζηδάκης και ενώ δεν έκανε λόγο για συγκεκριμένα νούμερα, σημείωσε πως καλό είναι να μην υπάρχουν προσδοκίες τέτοιες οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψιν τις ανάγκες της οικονομίας. “Η αύξηση θα είναι δίκαια, θα είναι σημαντική, αλλά δεν θα είναι μια αύξηση η οποία θα προξενήσει προβλήματα ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων στην αγορά και τελικά και στους ίδιους τους εργαζόμενους”, τόνισε.
Ο υπ. Εργασίας ερωτηθείς για το κατά πόσο η κυβέρνηση από υποθέσεις όπως του κ. Πάτση και του κ. Χειμάρα, σχολίασε πως “σε τέτοια θέματα δεν μπορεί να υπάρχουν εκπτώσεις και πράγματι η κοινή γνώμη είναι, απολύτως δικαιολογημένα, ιδιαίτερα ευαίσθητη. Το θέμα είναι ότι δεν μπορεί από αυτές τις περιπτώσεις να βγαίνουν συμπεράσματα για μια ολόκληρη παράταξη και επίσης το θέμα είναι από την άλλη πλευρά ότι κριτική κάνουν εκείνοι, που αυτή την ώρα που μιλάμε έχουν δύο υπουργούς στο Ειδικό Δικαστήριο και μια σειρά από άλλες υποθέσεις για τις οποίες έχει γίνει δημόσια συζήτηση και υπήρξε η καταδίκη του στις εκλογές. Δεν επιχειρώ σε καμιά περίπτωση να κάνω συμψηφισμό. Πρέπει να υπάρχει ευαισθησία και υπάρχει ευαισθησία”.
Σχετικά με το θέμα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα, ο κ. Χατζηδάκης επιβεβαίωσε ότι έχουν ξεκινήσει συζητήσεις εδώ και καιρό, όπως έχει επισημανθεί από την κυβέρνηση, αλλά από κει και πέρα δεν υπάρχει κάτι το οποίο να είναι πολύ συγκεκριμένο και να επίκεινται σχετικές εξελίξεις. “Εκείνο το οποίο πραγματικά μου κάνει εντύπωση είναι πως μετά τη σχετική φημολογία που υπήρξε από βρετανικά μέσα ενημέρωσης και η οποία φημολογία νομίζω θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με ένα θετικό πρόσημο στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα γιατί για πρώτη φορά φαίνεται τουλάχιστον σε δημοσιεύματα του Τύπου να ραγίζει το τείχος της άρνησης στη Βρετανία, εδώ η αντιπολίτευση βγήκε μικρόψυχα, δείχνοντας ότι στην πραγματικότητα ορισμένοι τουλάχιστον εκεί στην αντιπολίτευση, σαν να φοβούνται σχεδόν την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, ιδιαίτερα μάλιστα αν αυτό συνέπιπτε σε προεκλογική περίοδο. Αυτά κάνει η αντιπολίτευση στην Ελλάδα, ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπορεί να ανακάμψει. Διότι προτάσσει μια μικροκομματική αντίληψη παντού”, προσέθεσε ο Υπουργός.