Περπατάμε πάνω στα τουρκικά οχυρά Μπιζανίου, που διατηρούνται ακόμα και σήμερα 108 χρόνια μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό στις 21 Φεβρουαρίου 1913
Ο αέρας είναι κρύος, αλλά ο ήλιος λάμπει μέσα στο καταχείμωνο και δίνει μία αίσθηση διαύγειας. Όλα φαίνονται καθαρά. Πάνω από το χωριό Μπιζάνι, δέκα χιλιόμετρα έξω από τα Γιάννενα, έχουμε πίσω μας την πόλη να απλώνεται στις όχθες της λίμνης και μπροστά όλο το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων. Στο βάθος, φαίνονται πεντακάθαρα τα Πέντε Πηγάδια, ένα φυσικό πέρασμα, ολόιδιο με εκείνο που κατέλαβε ο ελληνικός στρατός στις 28 Οκτωβρίου 1912 για να πλησιάσει μια ανάσα σχεδόν από τα Γιάννενα. Από το ίδιο πέρασμα κατεβαίνει σήμερα η Ιόνια Οδός, απόδειξη ότι η ανθρώπινη ιστορία δεν πάει και τόσο μακριά από όσο φανταζόμαστε.
Στα τέλη Νοεμβρίου του 1912 ο Στρατός της Ηπείρου, θα καθηλωθεί στα υψώματα μπροστά στα οχυρά Μπιζανίου. Τα ίδια οχυρά, που τα βλέπουμε τώρα μπροστά μας, περπατάμε πάνω τους, σαν να μην πέρασε ο χρόνος από τις σκληρές επιφάνειές τους. Τσιμέντο πολύ και μέταλλο, μία πολεμική μηχανή άμυνας εκτεταμένη σε χιλιόμετρα στην κορυφογραμμή. Υποψίες από τα χαρακώματα, θέσεις κάλυψης, υπολείμματα εγκαταστάσεων. Λείπουν τα κανόνια βέβαια και οι άνθρωποι. Εκατοντάδες άνθρωποι χάθηκαν στις μάχες για την πτώση του Μπιζανίου. Απόρθητα τα οχυρά, ο ελληνικός στρατός, όμως, με έναν τολμηρό ελιγμό στις 20 Φεβρουαρίου 1913, πέρασε από απέναντι, δυτικά της πόλης, έφτασε μία ανάσα από αυτήν αργά τη νύχτα και ανάγκασε τον διοικητή Εσάτ Πασά να παραδώσει τα Ιωάννινα, τα χαράματα της 21ης Φεβρουαρίου στο Χάνι Εμίν Αγά όπου έφτασε αντιπροσωπεία του, σε μία χρονική στιγμή – κλειδί για το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου.
Τα οχυρά Μπιζανίου είχαν δημιουργήσει το θρύλο των απόρθητων. Φτιάχτηκαν πάνω στα σχέδια οχύρωσης των Ιωαννίνων που είχε εκπονήσει ήδη πριν από το 1897 ο Γερμανός στρατάρχης Κόλμαρ φον ντερ Γκολτζ (Colmar von der Goltz, 1843- 1916), ο οποίος διηύθυνε την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού από το 1883 ως το 1895. Μετά το 1908 εκλήθη πάλι να αναλάβει την οργάνωση του τουρκικού στρατού και το 1909 φτάνει στα Ιωάννινα, υποβάλλει υπόμνημα για τα έργα που χρειάζονται και αρχίζουν οι εργασίες. Τα επόμενα χρόνια ολοκληρώνονται τα μόνιμα έργα, όπως οι οχυρώσεις από σκυρόδεμα για τα πυροβόλα τις οποίες βλέπουμε και σήμερα ενώ μέχρι και το 1912 συνεχίζονται τα πρόσκαιρα έργα. Ένα σύνολο από πυροβολεία, χαρακώματα πεζικού, υπόγειες στοές, συρματοπλέγματα, δίκτυα τηλεφώνων, δρόμους ανεφοδιασμού, οργανώνεται στο Μπιζάνι, αλλά και σε άλλες θέσεις γύρω από την πόλη (Καστρίτσα, Μάρμαρα, Γαρδίκι κα), δίνοντας μία εικόνα που μας είναι πιο οικεία από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ακολούθησε.
Με αυτήν την έννοια, δεν είναι και παράλογη η φήμη των οχυρών. Οι Έλληνες στρατιώτες, εθελοντές πολλοί, αρκετοί έχοντας διανύσει μεγάλες αποστάσεις από την Αμερική ή άλλες περιοχές του κόσμου για να πολεμήσουν για την πατρίδα τους, Κρήτες και Κύπριοι, προέλασαν ανέλπιστα γρήγορα στα εδάφη της Ηπείρου μετά τις 6 Οκτωβρίου που περνάνε το σύνορο στο Γεφύρι της Άρτας. Φτάνουν όμως μπροστά στο Μπιζάνι και δεν μπορούν να προχωρήσουν άλλο. Ο χειμώνας είναι βαρύς, «στα Πεστά και στο Μπιζάνι μάνα μου τι κρύο κάνει», λέει το επετειακό τραγούδι σήμερα στις μαθητικές γιορτές, ενώ και η ισχύς του ελληνικού στρατού είναι μικρή, αφού το κύριο μέρος των δυνάμεων βρίσκεται στη Μακεδονία. Μετά την κατάληψη όμως της Θεσσαλονίκης θα αρχίσουν σταδιακά να έρχονται δυνάμεις προς την Ήπειρο, κυρίως μέσω του θαλάσσιου δρόμου προς το λιμάνι της Πρέβεζας. Στις αρχές Ιανουαρίου τη διοίκηση αναλαμβάνει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, το μέτωπο επισκέπτεται και ο Βενιζέλος, καθώς και η βασιλική οικογένεια με την παρουσία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη μάλιστα, της μετέπειτα διάσημης ψυχαναλύτριας, και αποφασίζεται η τελική επίθεση για τα Ιωάννινα.
Το Μπιζάνι στέκεται μπροστά τους. Όπως και τα άλλα οχυρά, είναι περισσότερο φυσικές θέσεις οχύρωσης, που δεν μπορείς να τις προσπελάσεις εύκολα.
Η επιθετική τακτική όμως και η πολιτική της πολιορκίας, γέρνουν τελικά τη μάχη υπέρ του ελληνικού στρατού, ο οποίος στις 22 Φεβρουαρίου παρελαύνει, και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από τους κατοίκους της πόλης των Ιωαννίνων στην οποία κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο και η μακρά παράδοση στα Γράμματα, τον ελληνικό Διαφωτισμό και την Ευεργεσία.
Αρκετοί είναι σήμερα εκείνοι στα Γιάννενα που πιστεύουν ότι τα οχυρά Μπιζανίου πρέπει να διατηρηθούν ως τόπος μνήμης και στρατιωτικής τουλάχιστον ιστορίας. Ο ερευνητής Αλέκος Ράπτης με τον οποίο επισκεφτήκαμε μαζί τον χώρο, την Τετάρτη έδωσε μία διάλεξη στο πλαίσιο των εορτασμών για τα «Ελευθέρια» των Ιωαννίνων, και παρουσίασε το δίκτυο των τουρκικών οχυρώσεων καθώς και την τύχη των δεκάδων χιλιάδων Τούρκων αιχμαλώτων. Μιλώντας στην ΕφΣυν, καταγράφει: «Στο Μπιζάνι δεν ακούγεται πια ο αλαλαγμός της μάχης, ούτε οι φωνές των επιτιθέμενων ελλήνων στρατιωτών, για την κατάληψη του οχυρού. Ο αέρας δεν κουβαλάει πλέον τις κραυγές των ελλήνων και των τούρκων στρατιωτών που κείτονται τραυματισμένοι στο λασπωμένο έδαφος, βυθισμένοι στον επιθανάτιο ρόγχο τους, στην άκρη του κόσμου. Τα πυροβόλα που κάποτε βρίσκονταν στα φατνώματα των πυροβολείων δεν υπάρχουν και ούτε ακούγεται ο διαπεραστικός ήχος τους, που βάλλει εναντίων των ελληνικών θέσεων. Τα πάντα έχουν σταματήσει και επικρατεί θαρρείς μια παράξενη και απόκοσμη ησυχία». «Είναι χρέος της Πολιτείας και του Δήμου Ιωαννίνων να αναδείξουν συνολικά τις οχυρώσεις και τα οχυρωματικά έργα που ακόμη και σήμερα στέκουν όρθια και καταδεικνύουν ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας μας», τονίζει.
Καμιά φορά ένας τόπος που χτίστηκε για τον θάνατο, μπορεί να γίνει σημάδι των επιγόνων για την ανάγκη της ειρήνης.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ
Δημοσιεύτηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2016 στην Εφημερίδα των Συντακτών