Με αυστηριοποίηση των ποινών και τη λογική παιδονόμου, επιχειρεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τη βία των ανηλίκων. Δεν πρόκειται να δει σημαντικά αποτελέσματα όσο δεν αντιμετωπίζονται τα αίτια της βίας που σε μεγάλο βαθμό έχουν τη ρίζα τους σε κοινωνικές παθογένειες. Γιατί δεν μπορεί να πιστεύει κανείς σοβαρά ότι τα νέα παιδιά «γεννιούνται» εγκληματίες. Ποια όμως είναι η διαφορά; Η ανακοίνωση σκληρών μέτρων με υψηλές ποινές και κατασταλτική πολιτική είναι ανέξοδη. Ενώ η αντιμετώπιση των αιτιών σε βάζει σε βαθιά νερά και την απαίτηση μακροχρόνιων πολιτικών που δεν είναι και σίγουρο ότι θα αποδώσουν τα μέγιστα. Ας σκεφτούμε μόνο, πόσα χρόνια συζητάμε για το μπούλινγκ χωρίς να έχουμε δει βελτίωση και μείωση των περιστατικών. Και χωρίς να έχουμε και καλή απεικόνιση της κατάστασης, γιατί οι στατιστικές και οι μακροχρόνιες μελέτες δεν είναι το φόρτε του ελληνικού κράτους. Αντίθετα με ευκολία πειράζουμε τους ορισμούς κι έτσι πλέον θεωρείται μέγιστο παράπτωμα μια κατάληψη σχολείου η οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται με την αστυνομία, μηνύσεις κλπ κι όχι με διάλογο για παράδειγμα αρχικά στη σχολική κοινότητα που να εμπλέκει τους συλλόγους γονέων και τις τοπικές κοινωνίες. Όλα πλέον καλείται να τα αντιμετωπίσει η αστυνομία.
Αυτή όμως η οπτική, ταιριάζει πρέπει να αναγνωρίσουμε, με την εποχή μας. Μία εποχή που υπερισχύει ο φόβος, η ανησυχία, η κατάσταση διαρκούς ετοιμότητας ενόψει κάποιων κινδύνων που ελλοχεύουν «εκεί έξω», η έλλειψη αποδοχής του «άλλου», η αίσθηση ότι δεν πατάμε στέρεα στα πόδια μας, η αγωνία για το βιοπορισμό. Νιώθουμε ότι ζούμε σε επικίνδυνες εποχές κι αυτό ανατροφοδοτεί συνέχεια και τον τρόπο που βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τον κόσμο μας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν ψύχραιμες φωνές και να εκδηλωθούν πιο σύνθετες πολιτικές και πιο συνθετικές, που να ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και την ενότητα του κοινωνικού σώματος. Τώρα δεν είμαστε στο ένα και το συλλογικό, αλλά στο διασπασμένο και το ατομικό. Και όλοι εναντίον όλων.
Και είναι ακριβώς αυτή η συνθήκη που δεν επιτρέπει να γεννηθεί και να αναπτυχθεί καμία γόνιμη πολιτική συναίνεσης και βιώσιμης αντιμετώπισης των νέων φαινομένων όπως είναι η έκρηξη της βίας. Αφενός γιατί δεν είναι εύκολο κάτι τέτοιο- πόσους αστυνομικούς να προσλάβει πια ένα κράτος για να τα προλάβει όλα; Κι αφετέρου γιατί από κάτω συνεχίζει να γιγαντώνεται ο μηχανισμός της διάλυσης. Η φτώχεια, η ανεργία, η έλλειψη χρημάτων, η ανεμπόδιστη βία προς τον αδύναμη, τα πρότυπα πλουτισμού και επίδειξης που ματαιώνουν τις προσπάθειες ανέλιξης των κανονικών ανθρώπων, όλα αυτά που βιώνουμε πια ως νέα κανονικότητα, είναι δυνατόν να αφήνουν ανεπηρέαστους τους ανθρώπους και ειδικά τους νέους; Αλλά για αυτά αποφεύγει να μιλά η Πολιτεία.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ