Στα τέλη του ’50 καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να πετύχει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης σε καμία κίνηση συνεννόησης για την Κύπρο, με το «Κυπριακό» να εισάγεται με δύναμη στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Σύσσωμη η αντιπολίτευση με το πού άνοιγε κάποια πιθανότητα διαλόγου με τη Βρετανία και αργότερα και με την Τουρκία, για μία λύση ανεξαρτησίας της Κύπρου, ανέβαζε στα ύψη τους τόνους θέτοντας αποκλειστικά και μόνο το αίτημα της «Ένωσης».
Το πού οδηγήθηκαν οι εξελίξεις μέχρι και το 1974 για την Κύπρο, δεν είναι της στιγμής να το συζητήσουμε, πάντως θα πρέπει να είναι φανερό ότι δεν είχαν καμία σχέση με καμία «ένωση» με την Ελλάδα.
Το σημειώνουμε αυτό, για να δείξουμε ότι παλαιόθεν οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έβρισκαν εύκολα διαύλους επικοινωνίας με την αντιπολίτευση στη Βουλή, ειδικά στα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Το είδαμε και με τη Συμφωνία των Πρεσπών η οποία και υλοποιείται σήμερα κανονικά, από κυβερνητικά στελέχη που τότε κατέβαιναν σε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας.
Το κρίσιμο που πρέπει να συζητηθεί στη χώρα μας σήμερα είναι το πώς μπορεί να βρει επίπεδα και πλαίσια διαλόγου με τα κράτη και τις δυνάμεις εκείνες που χρειάζεται ώστε να επιτευχθεί και μια μακρά περίοδο ειρήνευσης που κάθε λογικός άνθρωπος επιζητεί.
Δεν μπορεί, όμως να επικρατήσει η ειρήνη και η συνεργασία στη Νοτιο- Ανατολική Μεσόγειο, αν τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα κράτη της περιοχής δεν βρουν μία ισορροπία μεταξύ των επιδιώξεών τους και των περιορισμών τους. Κάτι που περνάει μόνο μέσα από τον διάλογο και τις συμφωνίες ειρήνευσης.
Ακόμα και τότε όμως θα είναι ευάλωτες αυτές οι συμφωνίες στις επιπτώσεις των συγκρούσεων των ισχυρών δυνάμεων του πλανήτη, κάτι που σημαίνει ότι χρειάζονται συμφωνίες και σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο. Διμερείς συμφωνίες (τύπου Πρεσπών, συμφωνία με Ιταλία κλπ), πολύμορφες συμφωνίες και εμπλοκή των μεγάλων γεωπολιτικών παιχτών, είναι απαραίτητες, με βάση όμως τον διάλογο όλων με όλους.
Η μονομερής “εργαλειοποίηση” του διαλόγου με τη χρήση κάποιου πλεονεκτήματος συγκυριακού ή μη, όπως πχ η θέση στην ΕΕ ή η συμμαχία με τις ΗΠΑ, όπως επιδιώχθηκε για τις σχέσεις με την Τουρκία μετά το ’90, δεν παράγει πια αποτελέσματα για την Ελλάδα από μόνη της.
Αλλά και η ΕΕ από την άλλη πλευρά, χωρίς κοινή εξωτερική πολιτική με αποσαφηνισμένους στόχους υπέρ της συμμαχίας των μελών της, θα συνεχίσει να βυθίζεται στην αδράνεια, άρα και στην υποχώρηση στον διεθνή καταμερισμό εξουσίας. Γι’ αυτό και ίσως να επενδύθηκαν και πολλές ελπίδες σε μία απόφαση της ΕΕ για κυρώσεις κατά της Τουρκίας σε αυτή τη φάση.
Πρόκειται για μία κατάσταση διαρκών αντιφάσεων, που δεν επιτρέπει μεγάλα περιθώρια σε χώρες σαν την Ελλάδα.
Τι θα μπορούσε να γίνει σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο; Άνοιγμα προς όλες τις κατευθύνσεις, διάλογος με το βλέμμα σε ένα μέλλον ευημερίας, διπλωματία του πολιτισμού και της δημοκρατίας, ισχυροποίηση των πλεονεκτημάτων της χώρας, προώθηση κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών, θα μπορούσαν να είναι μερικά από τα πρώτα βήματα στη φάση αυτήν που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της μετάβασης, μετά τις μεγάλες αλλαγές του τέλους του Ψυχρού Πολέμου.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ