Η κατάσταση με το «άνοιγμα» της αγοράς και της οικονομίας μετά από τη δίμηνη καραντίνα έχει μετατραπεί σε μία όχι απλώς δύσκολη εξίσωση, αλλά σε μία μεγάλη αντίφαση από την οποία κανείς δεν μπορεί να διαφύγει εύκολα. Ο ίδιος άνθρωπος έχει ταυτόχρονα και τις δύο απόψεις, και να συνεχιστούν τα μέτρα περιορισμού και να σταματήσουν.
Έγινε το προηγούμενο διάστημα μία συζήτηση περί τα «ταξικότητας» της πανδημίας. Είναι αλήθεια ότι τα φτωχότερα στρώματα είχανε μεγαλύτερες πιθανότητες να πληγούν. Κυρίως να πληγούν περισσότερο από ό,τι τους αναλογεί. Αν μένουν πολλοί σε ένα μικρό διαμέρισμα, αν δεν έχουν δουλειά και διαθέσιμους πόρους, αν δεν έχουν πρόσβαση σε γιατρούς, τότε και προφανώς το βάρος που θα δεχτούν από τα μέτρα περιορισμού θα είναι μεγαλύτερο από εκείνον που μπόρεσε και έφυγε για το εξοχικό του και είχε χρήματα να ξοδεύει από τον ψηφιακό του λογαριασμό.
Είναι όμως σήμερα ο φτωχός και μικρομεσαίος εργαζόμενος ή ελεύθερος επαγγελματίας που αναζητά με αγωνία το άνοιγμα της αγοράς μήπως και εξασφαλίσει εργασία και εισόδημα. Είναι το νέο παιδί που έβγαζε τη χρονιά δουλεύοντας ένα εξάμηνο σερβιτόρος στην τουριστική αγορά, που αγωνιά σήμερα για το μέλλον και συσσωρεύει δυσαρέσκεια με τα ημίμετρα των 800 ευρώ. Είναι ο παραγωγός που πουλάει στις λαϊκές και τους εμπόρους της περιοχής, είναι ο καταστηματάρχης που δεν ξέρει αν θα ξεπεράσει τους φόβους του ο πελάτης για να μπει μέσα.
Υπάρχει μία εκ των κάτω κίνηση, αμήχανη, αντιφατική όπως είπαμε, διστακτική και φοβισμένη, αλλά υπαρκτή που ζητάει το άνοιγμα. Ακριβώς όμως επειδή όλοι αυτοί οι άνθρωποι της εργασίας και της παραγωγής αγωνιούν διπλά και για το μέλλον και για την υγεία τους, και η ευθύνη της κυβέρνησης για μεθοδικά βήματα είναι μεγάλη και η ευθύνη όλων για την τήρηση των κανόνων, μεγιστοποιείται.