Από μεγάλους παγκόσμιους οργανισμούς που ασχολούνται με τη μετάδοση της νόσου όσο και από τους Έλληνες επιστήμονες, αναδεικνύεται το τελευταίο διάστημα το πρόβλημα της ψυχικής κόπωσης των ανθρώπων. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που διαπερνά οριζόντια το κοινωνικό σώμα και εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο στον καθένα χωριστά. Άλλοι δεν νιώθουν τίποτα σοβαρό, άλλοι νιώθουν μεγάλο βάρος, το σίγουρο όμως είναι ότι η νόσος είναι εδώ, συνέχεια παρούσα σε κάθε μας κίνηση.
Πέρα από τις ιατρικές και κοινωνικές διαστάσεις που μπορεί να έχει αυτό το φαινόμενο της κόπωσης, επηρεάζει και τις πολιτικές αναχαίτισης της μετάδοσης. Ήδη, αρκετοί ειδικοί τονίζουν ότι το πρόβλημα πια δεν αντιμετωπίζεται με ακόμα πιο αυστηρά μέτρα, αλλά με τήρηση των μέτρων που ισχύουν. Γιατί από ένα σημείο και πέρα, ακόμα και το καλύτερο μέτρο που θα ήταν για παράδειγμα η απόλυτη εφαρμογή μάσκας σε όλη τη χώρα όλες τις ώρες, μπορεί να δημιουργεί αντιδράσεις και να μην τηρείται οπότε να γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη η κατάσταση.
Κάποιοι, σιωπηρά ή πιο ρητά θέτουν θέμα άμεσης εφαρμογής γενικής καραντίνας. Είναι καθησυχαστικό ως ένα βαθμό να είσαι μέσα στο σπίτι και να μην ανησυχείς αν θα έρθεις κάπου σε επαφή με τον ιό. Για πόσο όμως και κυρίως πώς θα αποφύγεις το άγχος που δημιουργεί ο εγκλεισμός ή η ανασφάλεια για το μέλλον και τον βιοπορισμό;
Όλα αυτά είναι παράγοντες που ίσως να μην είναι οι απόλυτες προτεραιότητες για τη δημόσια συζήτηση, όμως υπάρχουν και έχουν βάση. Η μακρά τριβή με τον ιό και τη μετάδοσή του, μπορεί να μας έχει κάνει πιο αποτελεσματικούς στην τήρηση των μέτρων απόστασης, μεσοπρόθεσμα όμως μας κουράζει και ψυχικά και νοητικά ειδικά όσο δεν βλέπουμε και ορίζοντα διαφυγής. Χρειάζεται συνεπώς μια ισορροπία. Θα χρειαζόταν και κλιμάκια ενημέρωσης δίπλα μας, όπως ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, γιατρούς, ώστε να είμαστε συνέχεια ενημερωμένοι, αλλά η έλλειψη τέτοιων κλιμακίων είναι μία άλλη συζήτηση που θα κάνουμε τις επόμενες ημέρες.
ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ