Παρασκευή 29.03.2024
More

    Αποχρώσεις- Η ρήξη αναγνώστη – εφημερίδων και τα πλήγματα στον Τύπο

    Θυμάμαι τους παππούδες μου στο χωριό, στη Μυροδάφνη, που διάβαζαν συνέχεια εφημερίδες και έπρεπε να τις στέλνουμε με το λεωφορείο. Όλοι διάβαζαν εφημερίδες πριν από το ’90. Μετά άλλαξαν όλα. Η τηλεόραση αλλάζει τα δεδομένα, σπάει η αναγνωστική συνήθεια όπως έλεγε ο Άγγελος Ελεφάντης, έρχεται το ίντερνετ που επιτρέπει την ατομική ενημέρωση πια.

    Κι όμως η κατάρρευση του Τύπου στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη από άλλες χώρες του προηγμένου κόσμου που κι εκεί οι εφημερίδες επλήγησαν από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και αργότερα τις ιστοσελίδες.

    Εδώ κατέρρευσε ριζικά σχεδόν η σχέση του αναγνώστη- θεατή- ακροατή με τα μέσα ενημέρωσης και τη θέση τους πήρε ένας τύπος «ενημέρωσης» από ιστοσελίδες και blog μέσα σε ένα πρωτοφανές χάος και αυθαιρεσία. Ως και σήμερα, κυριαρχεί η σχέση ενημέρωσης μεταξύ κάποιου χρήστη σε έναν υπολογιστή που διαβάζει ή βλέπει κάτι από κάποιον, τις 9 φορές στις 10 ανώνυμο πάροχο, σε μία ιστοσελίδα χωρίς επώνυμους δημοσιογράφους.
    Γιατί καταλήξαμε έτσι στην Ελλάδα; Μία απάντηση είναι ότι στα κρίσιμα χρόνια των μεταβάσεων δεν έγιναν επενδύσεις στο περιεχόμενο, δεν υπήρξε ενδιαφέρον για το περιεχόμενο. Και μέσα στο περιεχόμενο πρέπει να εντάξουμε και τη δημοσιογραφική γλώσσα, όπως το συζητάμε αυτό το διάστημα στα Μικρά Σεμινάρια για τη γλώσσα και τα ΜΜΕ που ξεκίνησαν χτες στο Πανεπιστήμιο και θα συνεχιστούν ως τον Ιανουάριο.

    Χωρίς επαγγελματίες δημοσιογράφους που υπολογίζουν και λογοδοτούν επώνυμα τόσο στον αναγνώστη όσο και στον κώδικα δεοντολογίας, δεν μπορεί να υπάρξει δημοσιογραφία.

    Αλλά τι έκανε η Πολιτεία στα χρόνια της κρίσης, όταν είδε να διαλύεται ό,τι υγιές είχε επιβιώσει στα ΜΜΕ; Του έριξε μερικές ακόμα καταπρακιές και τον ισοπέδωσε, που σημαίνει ότι δεν τον ήθελε κανένας τον υγιή Τύπο. Ακολουθώντας νόρμες από άλλες οικονομίες τα μνημόνια έκοψαν ακόμα και τις ταχυδρομικές ατέλειες στα επαρχιακά φύλλα, απαγόρευσαν στις υπηρεσίες να κάνουν μία συνδρομή για μην πέσει έξω ο προϋπολογισμός, σταμάτησαν τα μειωμένα ασφάλιστρα ως κίνητρο επιβίωσης των επαρχιακών εφημερίδων που έχουν επιβιώσει.

    Όλα αυτά σημαίνουν ότι πλήττεται ο κατεξοχήν φορέας του δημοσιογραφικού λόγου που είναι ο επαγγελματίας δημοσιογράφος ενώ αφήνεται ασύδοτη η δήθεν δημοσιογραφία των ανώνυμων και σκοτεινών κύκλων του διαδικτύου.

    Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Γιατί φορέας του λόγου είναι ο άνθρωπος και αυτή τη στιγμή ο Τύπος στην Ελλάδα σε όλες του τις μορφές ξεμένει από επαγγελματίες που από μεράκι και αγάπη θέλουν να εργάζονται στην ενημέρωση.

     

    Από τη λαϊκή κουλτούρα στο ευζείν

    Στην πολύ ωραία έκθεση για την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία που λειτουργεί αυτές τις μέρες στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, έτυχε να συμμετέχω με μερικά περιοδικά και βιβλία λαϊκής κουλτούρας που κατά καιρούς έπεσαν στα χέρια μας. «Μάσκα», «Μυστήριο», λαϊκά μυθιστορήματα δράσης και άλλα ανάλογα μου κέντρισαν καυτά καιρούς το ενδιαφέρον στην προσπάθεια μεγαλώνοντας να ενταθεί η αίσθηση, η εμπειρία, η αυθεντικότητα που σε οδηγεί να μάθεις για τον καλλιτέχνη, το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννιέται ένα κόμικς ή ένα αστυνομικό μυθιστόρημα.

    Ο κόσμος της λαϊκής κουλτούρας, από τα κάτω, είναι φτηνός, προσβάσιμος, αλλά κατά τη γνώμη μου οδηγεί και στον κόσμο της καλλιέργειας και της μόρφωσης. Δεν τον εμποδίζει αυτόν τον δρόμο όπως λένε όσοι τον κατατάσσουν στην παραλογοτεχνία.

    Και το λέω μετά λόγου γνώσης έχοντας καταναλώσει με τους τόνους τα μίκυ μάους, τις πολεμικές περιπέτειες, τον Μικρό Σερίφη ακόμα και τα σινε- ρομάντσα στο Ρομάντσο, μέχρι τον Μπλεκ και το Μικρό Αγόρι, που έμπαιναν στο σπίτι τη δεκαετία του ’70.

    Αν προσθέσεις και την προσπάθεια μεγαλώνοντας να δεις κι αλλιώς τον κόσμο, με μία λοξή ματιά κόντρα στην συνηθισμένη, καταλαβαίνεις πώς σταδιακά προσέγγισα τη σοβαρή πια αστυνομική λογοτεχνία, τον Χάμετ ή τον Τσάντλερ και τελικά όλους αυτούς τους συγγραφείς που σήμερα είναι αναγνωρισμένοι διεθνώς και βγαίνουν σε εξαιρετικές εκδόσεις και στην Ελλάδα.

    Και τελικά αυτό που κατάλαβα είναι ότι ακόμα και στα παλαιοβιβλιοπωλεία που ψάχνεις τις φτηνές εκδόσεις από το παρελθόν πρέπει να μπαίνεις σεμνά και με γνώμονα να αυξήσεις την ευχαρίστηση της ανάγνωσης. Όπως ακριβώς ψάχνουμε και στη ζωή, το ευζείν, με ταπεινά συχνά υλικά, αλλά πολύτιμα για το ταξίδι ως τα σπουδαιότερα.

     

    Γράφει ο ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ

    fkaramitsos@yahoo.gr

    ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ

    ΔΗΜΟΦΙΛΗ